Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

Σπάνιο ντοκουμέντο για τον απαγχονισμό τού Ευαγόρα Παλληκαρίδη: Η μαρτυρία του ιερέα φυλακών για την εκτέλεσί του. Raro documento sull'impiccagione di Evagoras Pallikaridis: la testimonianza del prete della prigione sulla sua esecuzione (14.03.1957).

 Στο μικρό μελέτημα του Πέτρου Στυλιανού «Ευαγόρας Παλληκαρίδης, ο έφηβος ποιητής κι ηρωομάρτυρας», Λευκωσία 1986, στις σσ. 111 -114 ο συγγραφέας φιλοξενεί ως παράρτημα  με τον τίτλο «ΣΤΟ ΙΚΡΙΩΜΑ - Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ», την μαρτυρία του ιερέα των Κεντρικών Φυλακών Λευκωσίας, π. Αντώνιου Ερωτοκρίτου σχετικά με τις τελευταίες στιγμές του εθνομάρτυρα Ευαγόρα. Παραθέτουμε το συγκλονιστικό κείμενο με την υποβλητική αφήγησι*  του ιερέα «Παπαντώνη».

 .....................................

«Το αποκορύφωμα της κυπριακής τραγωδίας υπήρξεν ο απαγχονισμός του δεκαεννεατούς μαθητού Ευαγόρα Παλληκαρίδη από τον Χάρτινγκ, που νόμισε πως με αυτό θα έκαμπτε την αγωνιστικότητα της Ε.Ο.Κ.Α., διότι κατά το διάστημα τούτο πολλοί νεαροί κατετάγησαν εις αυτήν γεμάτοι θάρρος και αυτοθυσία.

Παρ' όλας τας παρακλήσεις του πατέρα και τας τόσας άλλας ενεργείας διά την σωτηρίαν του αθώου αυτού παιδιού ο Χάρτιγκ επέσπευσε την εκτέλεσίν του διότι επίστευεν ότι θα κατέφερε καίριον πλήγμα κατά του απελευθερωτικού αγώνος του Κυπριακού λαού.

Ήτο τόση η βία του, ώστε να διατάξη την εκτέλεσίν του πρό του μεσονυκτίου, ενώ όλους τους προηγουμένους τους εξετέλεσαν κατά τας πρώτας πρωινάς ώρας, διότι ήθελε να προλάβη μη τυχόν και ήρχετο χάρις από την Βασίλισσαν, διότι όλοι αυτό επεριμέναμεν. Λέγεται ότι εδόθη η χάρις, ήτο όμως αργά, εάν πράγματι εδόθη.

 Το απόγευμα της Τετάρτης 12ης Μαρτίου, ο διοργανωτής των εκτελέσεων κ. Ακκερ με ενημέρωσε περί της εκτελέσεως του Παλληκαρίδη και ότι έπρεπε ως συνήθως να παραμείνω στας Φυλακάς.

Εζήτησα να μείνω στο σπίτι μου και να μεταφερθώ εις τας Φυλακάς ολίγον προ της εκτελέσεως και εδέχθησαν με την υπόσχεσιν ότι πράγματι θα ευρισκόμην στο σπίτι, γιατί όπως αντελήφθην ενόμιζαν πως θα τους γελούσα.

 Έκανονίσαμεν ή ώρα 10 μ.μ. νά ρθούν νά μέ πάρουν,όπως και έγινε. Μόλις έφθασα στάς Φύλακας, ώδηγήθην πλησίον τού Παλληκαρίδη διά νά τού μεταδώσω τήν Θείαν Κοινωνίαν. Τον βρήκα απολύτως ήρεμον χωρίς τήν παραμικράν έκδήλωσιν ταραχής ή λιποψυχίας. Τά λόγια του εις τήν συνομιλίαν μας ήσαν κοφτά και μετρημένα. Έκάθητο εις τό κρεββάτι του, πού έψαυε σχεδόν τό δάπεδον του κελλιού, και έγώ λίγον υψηλότερα σ' ένα σκαμνί.

Τον είχαν στο κελλί τοϋ Ανδρέα Δημητρίου, και στο άλλο τού Καραολή είχαν τον Μαϊμάρη, πού τον κατεδίκασαν γιά φόνο. Δύο είναι τά κελλιά τών μελλοθανάτων πλησίον τής άγχόνης, και γι' αυτό τούς δύο πρώτους τούς είχαν σ' αυτά τά κελλιά. πού είναι πολύ πληκτικά, όπως και τώρα τούς δύο αυτούς, μέ τήν διαφοράν ότι τώρα μόνον ό ένας μέ ενδιέφερε εθνικά. Όταν συνελήφθη μέσα στο δάσος μέ ένα όπλο, πού δέν μπορούσε νά χρησιμοποιηθή, ήτο νύχτα, και οί σύντροφοι του έτρεξαν και έφυγαν, και δέν συνελήφθησαν. Αυτός όμως δέν έτρεξε νά φύγη, και περίεργος γι' αυτό τού υποβάλλω τήν έρώτησιν.

- Γιατί δέν έτρεξες νά φύγης και σύ όπως έκαμαν οί άλλοι;

Έσήκωσε τό πρόσωπον του και μέ είδε στά μάτια, γιατί ήτο σκυφτός, και μέ έλαφρόν μειδίαμα μού λέγει.

-Τούς επήρα για δειλούς, όταν τους είδα να τρέχουν.

Επικρατεί σιωπή. Και πάλιν ερωτώ.

-Έχεις τίποτε νά μού πής, παιδί μου ;

- Μετανοιώνω γιά κείνο πού έκαμα και άν ζούσα δέν θά τό ξανάκαμνα.

Δέν εννοούσε τό ότι έλαβε μέρος στον αγώνα, αλλά άλλο πράγμα, τής ψυχής. Τού υπέδειξα, άν ήθελε νά αφήσει τον σταυρόν του νά τον έχωμεν ώς ένθύμιον, άλλά μού λέγει: Όχι. πάτερ, θέλω νά τον πάρω μαζί μου. Λυπήθηκα, πού δέν σκέφθηκα νά πάρω άλλον μαζί μου και νά τον κρατούσα ώς ιερόν κειμήλιον, όπως έκαμα στους τρεις προηγουμένους. Μετά τήν εκτέλεση τον έφερε στο λαιμό του.

Τού συνέστησα νά έχη θάρρος μέχρι τέλους και νά μήν άφήση τήν εντύπωση στους Άγγλους δημίους ότι έδειλίασε.

- Έχω θάρρος, μού λέγει, και δέν θά δειλιάσω, εύχομαι δε νά είμαι ο τελευταίος.**

Τά τελευταία του λόγια ήσαν: Τούς χαιρετισμούς μου εις όλους, και εύχομαι σύντομα τήν έλευθερίαν τής Κύπρου.

Τού μετέδωσα τέλος τήν Θείαν Κοινωνίαν, και αφού τον εφίλησα, τον απεχαιρέτισα μέ τάς λέξεις, θάρρος, και νά μήν χάνης τάς ελπίδας σου.

Κάποια έλπίς διασώσεώς του υπήρχε μέχρι τής τελευταίας στιγμής, ήτοι της ενδέκατης και μισής, πού έξετελέσθη.

Τα λόγια του εις την συνομιλίαν μας ήσαν κοφτά και μετρημένα. Εκάθητο εις το κρεββάτι του, που έψαυε σχεδόν το δάπεδον του κελλιού, και εγώ λίγον υψηλότερα σ’ ένα σκαμνί.

0 Μαϊμάρης όταν με είδε να φεύγω από το διπλανό κελλί, εφώναζε και έκλαιε και ετάρασσε τη γαλήνην και την σιγήν της νύκτας γύρω από την αγχόνην.

Αυτός , κατεδικάσθη εις θάνατον διά φόνον, και εφαίνετο ολίγον ανισόρροπος, θα τον εκρέμμαζαν δε την ίδιαν ώραν με τον Παλληκαρίδην,  διά να δείξουν ότι τους εθεωρούσαν και του δύο ως κοινούς εγκληματίας.

Η ώρα δεκάμισυ με πήραν σ' ένα δωμάτιο στην είσοδο της φυλακής, και εκεί θα επερίμενα διά τα περαιτέρω.

Το δωμάτιον εζεσταίνετο με σόμπαν πετρελαίου, και άνοιξα λίγο το παράθυρο να παίρνω λίγον αέρα και να παρακολουθώ και την κίνηση, γιατί αρχίσαν να καταφθάνουν οι δεσμοφύλακες της βάρδιας από τα μεσάνυκτα ως το πρωί, γιατί κάθε βάρδια εφύλαγεν έξι ώρες, τέσσερις βάρδιες το εικοσιτετράωρο, και είναι μαζί  Ελληνες και Τούρκοι.  Σ' αυτό το διάστημα οι Τούρκοι δεσμοφύλακες είναι τριπλάσιοι σχεδόν από τους Έλληνες.

Στεκόμουνα προσηλωμένος κοντά στο παράθυρο και παρακολουθούσα κάθε κίνηση και θόρυβο, που εγίνετο στο συνεχές ανοιγοκλείσιμο της εισόδου και κατόπιν των σιδερένιων εισόδων εις τα διάφορα διαμερίσματα της φυλακής. Η ώρα περνούσε χωρίς να μου κάμνη εντύπωση.  

Ενα κτύπημα δυνατό ακούστηκε από μακρυά, που με τάραξε. Κάποιος δικός μας εστέκετο απέναντί μου απ' έξω του παραθύρου και τον ρώτησα, τί συμβαίνει, και με ετοιμότητα μου λέγει, θά ναι φυλακισμένοι και κτυπούν τις πόρτες. Εκείνος εγνώριζε από πού προήλθεν ο θόρυβος και ήθελε να με παραπλανήση προς στιγμήν. Δεν γελάστηκα όμως, γιατί τον ίδιον κρότον ήκουσα και προηγουμένως την ώρα των εκτελέσεων, αλλά είχα αμφιβολίες για την ώρα. Κοίταξα το ρολόι μου, ήταν ενδεκάμιση ακριβώς. Μισή ώρα πριν από τα μεσάνυχτα κρέμασαν τον Παλληκαρίδη , διότι ακριβώς η ώρα μία μετά τα μεσάνυκτα με επήραν διά να κάμω την κηδείαν. 

Επειδή είπα ότι, όταν εφίλησα τον Δημητρίου και τον Καραολή ένοιωσα ότι ήσαν ζεστοί, γιατί φαίνεται , ότι, μόλις τους κρέμασαν, τους κατέβασαν αμέσως από την αγχόνην και με φώναξαν, παρετήρησα ότι κατόπιν άφηναν να περάση καμμιά ώρα και ύστερα να με πάρουν κοντά τους.

Όπως και τες προηγούμενες φορές, έτσι και τώρα διάβασα, στον νεκρό την νεκρώσιμον ακολουθίαν η ώρα μια και μισή ακριβώς μετά τα μεσάνυχτα και εις το ίδιον ακριβώς μέρος έξω από την κλειστή είσοδο του κοιμητηρίου. Επειδή ήτο μελαχροινός, μου εφαίνετο με το λίγο φως του κεριού, που εφώτιζε ο πρόσωπό του, πως δεν άλλαξε η θωριά του και νόμιζες πως κοιμάται.

Έδωσα εις αυτόν τον τελευταίον ασπασμόν και με το βήμα αργόν και άφατον θλίψιν έφυγα διά να αποτελειώσουν οι δήμιοι εν κρυπτώ τα της ταφής.

Δεν ήθελαν να γνωρίζωμεν πώς τους έθαπτον, καθ' ότι έβαζαν δυό-δυό στον τάφο για να εξοικονομηθεί χώρος στο μικρόν κοιμητήριον. Επικρατούσε και μια σκέψις ότι έχυναν μέσα στον τάφο ασβέστη για να καή και να διαλυθή ο νεκρός. Αυτό ίσως να φανή όταν θα γίνη η μεταφορά των λειψάνων εκ των φυλακών.

Με την εκτέλεση του Παλληκαρίδη έκλεισε το κεφάλαιον των απαγχονισθέντων.»

 

Αιδεσιμώτατος Παπαντώνιος Ερωτοκρίτου

 

......................................

 * ΣΣ:  Είχα ολοκληρωμένο το κείμενο για την ανάρτησι όταν βρήκα και το βιβλίο μαρτυρία του ιερέα π. Αντώνιου /Παπαντώνιου Ερωτοκρίτου, Ιερέως Κεντρικών Φυλακών Λευκωσίας, «Πώς Έζησα Το Δράμα Των Απαγχονισθέντων»,  Λευκωσία 2009, από του οποίου την α΄ Έκδοσι φαίνεται ότι αντέγραψε ο Πέτρος Στυλιανού το «Παράρτημά» του.  Αρκέστηκα να συγκρίνω για να διαπιστώσω την πιστότητα της απόδοσης και στο να πάρω μία-δυο ακόμη φωτογραφίες.

** Προφητική δήλωσι! Καθ' όσον, πράγματι ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης υπήρξε ο τελευταίος της Αγχόνης .

Ε Ι Χ Ε  ΠΡΟΗΓΗΘΕΙ  ο Απαγχονισμός των Μιχαλάκη Καραολή 23 και Ανδρέα Δημητρίου 22χρ., την Πέμπτη 10 Μαΐου 1956. Και των Ανδρέα Ζάκου 25χρ, Χαρίλαου Μιχαήλ 21χρ. και Ιάκωβου Πατάτσου 22χρ., την Πέμπτη 9 Αυγούστου 1956. 21 Σεπτεμβρίου 1956 οι Στέλιος Μαυρομμάτης, Ανδρέας Παναγίδης και Μιχαήλ Κουτσόφτας. Αυτούς ακολούθησε 9ος και τελευταίος ο Ευαγόρας, την Πέμπτη 14 Μαρτίου 1957.

Άπαντες στα Φυλακισμένα Μνήματα...


 

Δεν υπάρχουν σχόλια: