Α' Ο ορθόδοξος χριστιανισμός ¨γυρίζει¨ γύρω από το Θείο Πάθος τον Σταυρό και την Ανάστασι. Ο τρόπος με τον οποίο βιώνουν στην καθ’ ημάς Ανατολή οι πιστοί τα Άγια Πάθη κατά την βαθμιδωτή πορεία της Μεγάλης Σαρακοστής που κορυφούται την Μεγάλη Εβδομάδα, δεν έχει μεγάλη σχέσι με τον αντίστοιχο των αδελφών μας Ρωμαιοκαθολικών. Ειδικά στον ελληνικό χριστιανικό κόσμο η απήχησι που είχε ανα τους αιώνες –και έχει ακόμα- το Θείο Δράμα είναι βαθύτατη και ανυπολόγιστα εκτεταμένη. Λόγοι εθνολογικοί και ιστορικές συγκυρίες διαμόρφωσαν την παράδοσι που θέλει ακόμα και τον σημερινό Έλληνα να συγκλονίζεται την Μεγάλη Εβδομάδα (ναι, δεν έχουν άδικο να το λένε, είμαστε χριστιανοί της Μεγάλης Εβδομάδος) και να προσέρχεται στις νυχτερινές ακολουθίες των Αγίων και Μεγάλων αυτών Ημερών και να εκκλησιάζεται. Να προσκυνάει, ενίοτε να νηστεύει, να ψάλλει, να προσεύχεται, ακόμα και να κοινωνάει. (Τελεία. Η συνέχεια …μεθαύριο!)
Ξεστρατίσαμε, αντί να βρούμε μια κατάλληλη εισαγωγή για την σημερινή ανάρτησι. Αποτύχαμε να αναφερθούμε με απλό τρόπο στο ότι η ελληνική ψυχή συγκλονισμένη από το Θείο Δράμα συμπάσχει και με τον Χριστό, αλλά ταυτίστηκε και με την ανθρώπινη Μητέρα Του. Εν τούτοις έχουμε κάνει, (τέτοια μέρα, πέρυσι), αναφορά στην μεγάλη απήχησι που έχει στην νεοελληνική λογοτεχνία μας η «εκκλησιαστική μας (ή αλλιώς και βυζαντινή) πνευματική-θρησκευτική παράδοσι». Αντίστοιχα μεγάλη, επίσης, είναι η επίδρασι που έχει η χριστιανική πίστι μας στην νεοελληνική μας λαογραφία.
Σαν συνέχεια, λοιπόν, της περσινής μας ανάρτησης που κατέληγε με ένα «Μοιρολόι της Παναγίας» από τον λογοτεχνικό χώρο, σας παρουσιάζουμε απόψε αντί για άλλα έντεχνα άσματα του Επιταφίου, το πολύ αγαπητό στον λαό μας μοιρολόι «Σήμερα μαύρος ουρανός» (το οποίο: απαντάται σε όλες τις περιοχές του ελληνικού κόσμου, ανα τους αιώνες, βρίσκεται με την αφηγηματική του μορφή καί σε ολιγόστιχες καί σε πολύστιχες παραλλαγές, κσι συνηθίζεται να το τραγουδάνε οι γυναίκες κυρίως κατά την Μ. Παρασκευή ) και άλλες τρείς παραλλαγές του ίδιου αυτού δημοτικού τραγουδιού από χωριά της Εύβοιας!
Το δημοτικό άσμα «Σήμερα μαύρος ουρανός»
(Απο τυχαία παραλλαγή και άδηλη πηγή)
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα όλα θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Οβραίοι.
Οι άνομοι, οι παράνομοι, οι τρισκαταραμένοι.
Για να σταυρώσουν το Χριστό, των πάντων Βασιλέα.
Το Φαραώ παρήγγειλαν να κάνει τρία πιρόνια.
Κι αυτός ο σκυλοφαραώς βάζει και φτιάνει πέντε.
Σύ Φαραέ που τά ‘κανες κάτσε να μας διδάξεις.
Τα δυο βάλτε στα πόδια του, τ' άλλα τα δυο στα χέρια.
Το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του.
Να τρέξει αίμα και νερό να πληγωθεί η καρδιά του.
Κι η Παναγιά σαν τ' άκουσε έπεσε και λιγώθη.
Στάμνες νερό την έριχναν, τρία κανάτια μόσχο
Και τρία μυροδόσταμνα, για να της έρθει ο νους της.
Και σαν την ήρθε ο λογισμός και σαν την ήρθε ο νους της
Ζητεί μαχαίρι να σφαγεί, φωτιά να πάει να πέσει
Γκρεμό να πάει να γκρεμιστεί για το μοναχογιό της.
Η Μάρθα κι η Μαγδαλινή και του Λαζάρου η μάνα
Και του Ιακώβ η αδερφή, οι τέσσερις αντάμα
Πήραν τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τ'ς έβγαλε μέσ' του ληστή την πόρτα.
Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχιά της.
Κοιτάει δεξιά, κοιτάει ζερβά, κανένα δεν γνωρίζει.
Κοιτάει δεξιότερα, βλέπει τον Ιωάννη.
-Γιάννη μου, Γιάννη Πρόδρομε κι εσύ Διδάσκαλέ μου
μην είδες τον ιγιόκα μου και τον Διδάσκαλό σου;
Δεν έχω στόμα να στο πω, γλώσσα να σου μιλήσω.
-Βλέπεις εκείνον τον φτωχό, τον παραπονεμένο,
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο;
Εκείνος είν' ο γιόκας σου κι εμέ ο Δάσκαλός μου.
Κι η Παναγιά πλησίασε, κρυφά τον εμιλάει
-Δεν μου μιλάς ιγιόκα μου, δεν μου μιλάς παιδί μου.
-Τι να σου πω μανούλα μου, διάφορα δεν έχω.
Όποιος τ' ακούει σώζεται κι όποιος το λέει αγιάζει
Κι όποιος καλά το κράζει, Παράδεισο θα λάβει.
ΤΡΙΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΑΣΜΑΤΑ ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΒΟΙΑ
Tre variazioni del "Lamento della Madonna" dall' Eubea
(-με ανεπαίσθητες δικές μας μικροεπεμβάσεις - όπως λέει εδώ, απο το το αρχείο του λαογράφου Μήτσου Χρ. Σέττα)
1. Σήμερα μαύρος ουρανός
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα τ' άστρι χλίβεται κι ταϊ βουνά λυπώνται.
Τα Δάσκαλό μας πιάσανε οι γιάνομοι Εβραίοι.
Δεμένο τονέ πήρανε σαν αληστή τον πάνε.
Δεμένο τονέ πήρανε στα Φαραγό τον πάνε.
Μα συ, βρε γύφτο Φαραγέ, φκιάσ' μας τρία πηρόνια.
Κι' κείνος ί παράνομος βαρεί κι' φκιάνει πέντε.
Μα συ απού τα έφκιαξες πρέπει να μας διατάξεις.
Τα δυο βάλτε τ' στα χέρια του, τα δυο στα δυο του πόδια.
Το τρίτο το φορμακερό βάλτε το στην καρδιά του,
να τρέξει αίμα κι' νερό από τα σωθικά του.
Κι Αι-Μαρίνα [μάνα τ'] λούζεται μέσ' στα Χρυσό λαένι.
Κι Αι-Ελένη απέρασε κι' την καλημεράει.
Συ, Αι-Μαρίνα μ’ λούζεσαι μες στο χρυσό λαένι.
Τα γυιό σου τονε κάρφωσαν οι γιάνομοι Εβραίοι.
Φέρτε μαχαίρι να σφαγού, γκρεμνός να πέσω κάτω.
Συ, Αι-Μαρίνα μ', κι αν σφαγείς σφαγιώνται μάνες ούλες.
Σύ, Αι-Μαρίνα μ', κι αν γκρεμιστείς γκρεμιώνται μάννες ούλες.
Βάντε κρασί μεσ' στο γυαλί κι αφράτο καπσιμάδι,
να κάνω την παρηγοριά να νέχουνε μανάδες.
Του ‘λέπεις κείνο του Δεντρί, αλλού ψηλά δεν είναι.
Μα Δέντρος ήτανε Χριστός κι' φύλλα του ‘μαρτύροι,
που μαρτυρσούσαν κι έλεγαν κι' του Χριστού τα Πάθια.
Μα ‘πόψε φίλους φίλευα, ‘πόψε φίλους φιλεύω.
Τη(ν] Παναϊά κι' το Χριστό, τα δώδεκα Ευαγγέλια.
Για να μου δώσουν τα κλειδιά, κλειδιά τα παρακλείδια.
Να ‘νοίξω τον παράδεισο, νω ιδώ τι έχει μέσα.
Δεξιά μεργιά φτωχολογιά στον ήλιο, στον προσήλιο
κρατούνε κι στα χέρια τσου' σακκούλες βουλωμένες.
Παρακαλούνε οι άρχοντοι, παρακαλούν η φτώχεια.
Δομήτε μας κι ‘μάς, πηδιά, ‘που μια χρυσή λαμπάδα.
Να σας δανείσωμε φλουρία, σακκούλες βουλωμένες.
Μα ‘δώ χρέια δε δίνουνε, χαράτσια δε(ν) πληρώνε.
Περνάει λιβάνι κι' κερί και καθαρή ψυχούλα.
(από το χωριό Αμέλαντες Ευβοίας)
2. Του Επιταφίου
Σήμιρα μαύρος ουρανός, σήμιρα μαύρη μέρα,
σίμιρα όλοι χλίβουνται και τα βουνά λυπούνται,
Σίμιρα πιάσαν το Χριστό οι άνομοι Ηβραίαι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κ' οι τρισκαταραμένοι.
Σα(ν) κλέφτη τονέ πιάσανε και σα φονιά τον πάνε
και σαν αδικοχαλαστή πάνε να τον χαλάσουν.
Από κειδά τον πήρανε και στο χαλκιά τον πάνε
Χαλκιά, χαλκιά, φκιάσι καρφιά, φκιάσι τρία πηρούνια.
Και κείνος ο παράνομος βαρεί κι φκιάνει πέντε.
Μα συ απού τα έφξκιαξες πρέπει να μας διατάξεις:
Τα δυο βάλτι στα χέρια του, τα δυο στα δυο του πόδια,
το τρίτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του,
να τρέξει αίμα και νερό από τα σωθικά του.
(από το χωριό Γαλατσώνα Ευβοίας)
3. Το μοιρολόι της Παναγιάς
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα εσταυρώσανε των πάντων βασιλέα.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά, οι τρισκαταραμένοι,
για να συλλάβουν τον Χριστό, να παν να τον σταυρώσουν.
Σαν κλέφτη τον συλλάβανε και σαν ληστή τον πάνε
και σαν κακό κατάδικο πάνε να τον σταυρώσουν.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της
τις προσευχές της έκανε για τον Μονογενή της,
Σώνε μάνα μ' οι προσευχές, σώνε και σι μετάνοιες
Τον γυιό σου τον επιάσανε και στο χαλκιά τον πάνε.
- Χαλκιά, Χαλκιά, κάνε καρφιά, κάνε τρία πηρόνια,
και κείνος α παράνομος βαρεί και κάνει πέντε.
- Εσύ Χαλκιά που τάκανες πρέπει να μας διατάξεις.
- Βάλτε τα δυό στα χέρια του, τα δυο στα δυο του πόδια,
Το πέμτο το φαρμακερό, βάλτε του στην καρδιά του,
να τρέξει αίμα και νερό από τα σωθικά του.
Κι η μάνα του σαν τ' άκουσε, έπεσε και λιγώθη.
Σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσκο,
και πέντε με ροδόσταμο για νάρθει ο λογισμός της.
Και σαν της ήρθε ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της
ζητά μαχαίρι να σφαγεί, φωτιά να πάει να πέσει,
ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το Μονογενή της .
- Εσύ μητέρα αν σφαγείς, σφάζονται οι μάνες ούλες.
Εσύ μητέρα αν γκρεμιστείς, γκρεμιώνται οι μάνες ούλες.
Βάνε κρασί μέσ' στο γυαλί κι αφράτο καπσιμάδι,
να κάνω την παρηγαριά να έχουνε μανάδες.
(από το χωριό Αγία Άννα Ευβοίας)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου