Σάββατο 17 Απριλίου 2021

«Το γέλιο μές στην νύκτα»: νωπό και βραδιάτικο αφήγημα του Σελλενίδη. “La risata molto dopo il tramonto” : racconto di Sellenidis. « Lachen lange nach Sonnenuntergang»; Erzählung von Alex. Sellenides

 


ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΜΕΣ THN NYKTA

Όταν χθες αργά πολύ μετά τα μεσάνυχτα βρήκα από το διαδίκτυο και διάβασα μερικά κείμενα σαν καταγραφές ημερολογίου κάποιων Ιταλών πολιτών που έστειλαν υπο μορφήν διαγωνισμού την εμπειρία τους στην επιτροπή της δημοτικής βιβλιοθήκης της Πάντοβας, δεν φανταζόμουνα ότι τώρα, ούτε ένα 24ωρο μετά, θα μου δινόταν ένα κίνητρο να καταγράψω και εγώ κάτι από αυτά τα πρωτοφανή βιώματα που όλοι μας συσσωρεύουμε μέσα μας την αχαρτογράφητη αυτή εποχή της πανδημίας.

Μου συνέβη πριν από λίγο στο κέντρο της Χαλκίδας; Ή μήπως το περιστατικό είναι αποκύημα της φαντασίας μου; Άλλωστε, τί κι άν δέν το εξετάζουνε και δέν το ομολογούνε οι συστημικοί αρμόδιοι μικροβιολόγοι; Η φαρμακοεξάρτησι και η χρήσι ποικίλων αγχολυτικών ουσιών είναι ευθέως ανάλογες με το το ιϊκό φορτίο που κατα προτίμησι οιωνοσκοπούνε. Εν πάση περιπτώσει καταγράφω το αίσθημα/εντύπωσί μου εν θερμώ. Μήν το ξεχάσω!

 

Για μία ακόμα φορά είχα φύγει από το σπίτι της μητέρας μου με καθυστέρησι. Από τότε που είχε ισχύσει το μέτρο απαγόρευσης κυκλοφορίας στις 9:00, δεν θυμάμαι ποτέ να έφυγα στην ώρα μου. Να έκλεισα την πόρτα πίσω μου ανταλλάσσοντας την απλή και πολυσήμαντη ευχή της καληνύχτας με την ηλικιωμένη μάνα, έστω ένα δευτερόλεπτο πριν το ισχύον κατα την τελευταία φάσι νόμιμο όριο. Στην αρχή έφευγα ακριβώς στις 9 της λήξης. Άλλωστε το δικό μου διαμέρισμα από το δικό της δεν απέχει παραπάνω από μισό μίλι. Κατά περίεργο τρόπο από τότε κάθε βράδυ στην τακτική επίσκεψι καθυστερούσα το καληνύχτισμα όλο και λίγο περισσότερο. Όλο και λίγο περισσότερο κάθε φορά ρισκάροντας. Έτσι, μετά την πρώτη βδομάδα έφευγα κατά τις 9:05΄σταθερά. Μετά τον πρώτο μήνα έφευγα γύρω στις 9:10΄. Απόψε πάλι έσπασα το χθεσινό ρεκόρ των  9.17΄. Πράγματι, όταν ανέβασα τη μάσκα, κατεβαίνοντας τα σκαλιά κι ανοίγοντας την εξώπορτα να βγω στο δρόμο είδα το 9:18'  στο κινητό. (Το ρολόι το έχω απο αμνημονεύτου χρόνου καταργήσει.)

Άρχισα λοιπόν αμέσως το ένοχα γρήγορο βάδην προτιμώντας τους εσωτερικούς μικρούς δρόμους του κέντρου κατά την συνήθη οίκαδε επιστροφή. Δεν αποφάσιζα να επιχειρήσω το τροχάδην·  και όχι τόσο για το δίδυμο των μηνίσκων πού από δεκαετία έχουν κάνει κατάληψι  στα γόνατά μου -- κατά τρόπο δυσεξήγητο, τώρα στα 60+ μου τα οστεόφυτα μού επιτρέπουν εκτός από το βάδισμα και την πολυτέλεια τού να τρέξω αργό τζόκινγκ ασταμάτητα για …150, άντε 200 μέτρα! [Παρένθεσι: τί αξιολύπητη κατάντια για αυτόν τον ανθρώπινο οργανισμό που από τα 15 του μέχρι τα 17, εκτός από τα άλλα τα αθλοπαιδιάτικα που με μανία κυνηγούσε, ήταν, τρομάρα του, και εγγεγραμμένος αθλητής στον στίβο της ΑΕΚ:  μεσαίες αποστάσεις και ανώμαλος δρόμος... ]

Όχι επομένως για αυτό, αλλά γιατί όταν δοκιμάζω να τρέξω, έστω και τόσο λίγο, τώρα πια λαχανιάζω αμέσως και …τότε η μάσκα anti-Covid θα γινόταν ακόμα πιο ανυπόφορη!

Είχα φτάσει λοιπόν στα μισά της απόστασης. Αφήνοντας πίσω μου τα χρονίζοντα ερείπια του Ποντικώνα, (άλλη φορά ίσως γράψω κάτι για την παρακμή και την εγκατάλειψι της πάλαι ποτέ σφύζουσας Πλατείας, που την πρόλαβα να λειτουργεί γεμάτη ζωή, αλλά και την είδαμε κάποτε, μαζί με τον πρωτότοκο γιό μου αγκαλιά, σκαμμένη με κάτι σπασμένα μάρμαρα από παλιούς τάφους σε μια μεριά της και τους λόφους χώματα με κάποια κόκκαλα ανάμεσά τους ) και διασχίζοντας τον δρόμο βρέθηκα επάνω στην πλατεία της Αγοράς. Ναί, αυτήν, την μία από τις μεγαλύτερες της πόλης μας Πλατεία, που δύο φορές με την ιδιότητα του άμισθου μέλους στην Νομαρχιακή Επιτροπή Ονοματοθεσίας εμπόδισα να μετονομαστεί σε Πλατεία Εμπόρων- Μπαφέρου

Είχα αρχίσει να σκέφτομαι το καθιερωμένο εξ ανάγκης τελευταία jogging διαφυγής, (για να μειώσω τις πιθανότητες κακού συναπαντήματος με κάποιον περιπολούντα αστυνομικό), αλλά πάνω που ανήσυχος και βιαστικός διέσχιζα το κέντρο της πλατείας, δίστασα λίγο από την ξαφνική συνάντησί μου με μία πολυπληθή παρέα παιδιών. Θά ‘σαν καμμια 10ριά, όλα αγόρια 15χρονα ή 16χρονα, που πηγαίναν σ' αντίθετη κατεύθυνσι απο μένα, αμέριμνα, φωνασκώντας, αστεϊζόμενα, για να μην πώ και κάπως χωμένα μέσα στην ψευτομάγκικη βαρβατίλα, αυτήν των περισσότερων παιδιών της αρχόμενης εφηβείας.

Η αναπάντεχη διασταύρωσί μου με το τσούρμο δέν είχε αρχικά καμμιά ιδιαίτερη εξέλιξι. Φρόντισα να τα προσπεράσω με προσποιητά αδιάφορο ύφος, το κεφάλι κάτω, και συνειδητά αποφεύγοντας τα νεανικά βλέμματα, μήπως και τέτοια ώρα ανάμεσά τους πετύχαινα κάποιον μαθητή μου από το Λύκειο.

Ταυτόχρονα όμως η προσοχή μου ανακατευθύνθηκε! Το κεφάλι μου στράφηκε στην θορυβώδη αλλά ξεκάθαρα παιδιάστικη παρουσία που πλησίαζε διασχίζοντας σε χρόνο ντε-τέ τον απέναντι παράπλευρο δρόμο.

Αντελήφθηκα ότι ανέβηκε γρήγορα τα 3-4 σκαλιά της πλατείας και από ό,τι πρόλαβα να  δώ, έστω θαμπά μέσα στο όχι τόσο έντονο, όσο θα ήθελα, φως της πλατείας, επρόκειτο για έναν ασυνόδευτο πιτσιρικά γύρω στα 10, μελαχρινό, αδυνατούλη με πολύ κοντά μαλλιά  --μην σου πω με ξυρισμένο κεφάλι. Ερχόταν (κι αυτός ανέμελος από το προχωρημένο της ώρας) από τη μεριά της παραλίας, τρέχοντας πάνω σε ένα πατίνι -- δεν το καλοείδα· θα μπορούσε να είναι και skateboard. Πριν το φουριόζικο προσπέρασμά του που δικιολογημένα  ξάφνιασε το απορημένο βλέμμα μου, το αυτί μου είχε πιάσει κάτι από τη ρυθμική κραυγή του που σαν αυτοσχέδια παιδική μαντινάδα, για να μην πω σαν δίστιχο σύνθημα γηπέδου, επικάλυψε τον θόρυβο από το μικρό τροχοφόρο του και από την όλη ξαφνική παρουσία του.

Άκουσα παραξενεμένος εκείνο το περίεργο "Ία, ία" και στο δεύτερο ημιστίχιο την ρίμα: "Παναγία" !

Εν τω μεταξύ ο ατρόμητος πιτσιρικάς με το πατίνι του έφτασε και προσπέρασε το τσούρμο των 15άρηδων. Η ακοή μου εστίασε στο ρυθμικό του μονότονο ρεφραίν. Τώρα και οι ψευτόμαγκες άκουσαν καθαρά τον χουλιγκάνικο αλαλαγμό τού μικρού εποχούμενου: "Ία, ία, ία, γ... την Παναγία" ! Ανατρίχιασα στο άκουσμα της φρικτής ιαχής –σήμερα, την επαύριο του Ακαθίστου; -- και πρίν καλά καλά αποφασίσω άν θα κοντοσταθώ, άν θα γυρίσω να κοιτάξω έστω πίσω, άκουσα τα 15χρονα, δυο-τρία απο αυτά σίγουρα, να επαναλαμβάνουν στον ίδιο ρυθμό και έντασι μισο επιδεικτικά - μισο ενθουσιασμένα το βέβηλο σλόγκαν, και όλα μαζί αυθόρμητα, ανέμελα κι ανύποπτα να ξεσπάνε σε δυνατά γέλια.

Ο σαστισμένος νούς μου εισέπραξε αυτό ειδικά το γέλιο κάπως στραβά κι αλλόκοτα. Η σκέψι μου έκανε αυθαίρετα τον λεκτικό συνειρμό του ουσιαστικού με την επιλογή τού αποκρουστικού επιθέτου: "σαρδόνιο".  Το βλέμμα στιγμιαία θόλωσε, το λογικό μου ακαριαία πάγωσε από δυστοπική καχυποψία:

Σαν αλλοπαρμένη νεοελληνική κοινωνία έχουμε αρχίσει από καιρό να μασάμε το δηλητηριώδες εκείνο φυτό της Σαρδηνίας; Είναι κοντά η στιγμή που κάποιος άλλος Τάλως θα μας κάψει στον φρικτό εναγκαλισμό του; Είμαστε άραγε ήδη μεταμορφωμένοι βάτραχοι σε κατάστασι σιέστας μέσα στην κονφορμίστικη μα κωματώδη θαλπωρή μιας κατάλληλα υποδαυλισμένης χύτρας;

Όμως, τα πόδια μου, δέν ξέρω απο πού πήραν εντολή, ίσως να τα διάταξε ο ενστικτώδης φόβος, άρχισαν αυτόνομα, μηχανικά, σπασμωδικά το τελικό τροχάδην του γυρισμού μέσα στα σκοτεινά δρομάκια· στην <καλοστημένη;> ασφάλεια τού «μένουμε σπίτι»...

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ  ΣΕΛΛΕΝΙΔΗΣ

Χαλκίδα, 17.04.2021

Δεν υπάρχουν σχόλια: