Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010

Αντί σαρακοστιανού διηγήματος, μια αληθινή αφήγησι: «Ιερεύς τις του 20ου αιώνος». Una storiella per la Quaresima “Un certo prete del 20esimo secolo”

Ο φίλος κι αντιπρόεδρος του Συλλόγου, Δημήτρης Κακάτσος μας έβγαλε απο το προσωρινό αδιέξοδο για την επιλογή ενός θέματος κατάλληλου για το πνευματικό βάρος των ημερών, προωθώντας μας το παρακάτω κείμενο. Το αδήλου πατρότητος αυτό κείμενο το αναδημοσιεύουμε (με κάτι μικροδιορθώσεις) σε δύο –λόγω της έκτασής του- συνέχειες και σας ευχόμαστε «Καλή Σαρακοστή»!

ΙΕΡΕΥΣ ΤΙΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΟΣ (Μέρος Α΄)

Τον είδα αιφνίδια μέσα στο τεράστιο θάλαμο με τα 65-70 κρεβάτια μέσα στο πανδαιμόνιο που κάνουν 70 άνθρωποι όταν μαζευόταν και στριμώχνονταν σε ένα μικρό χώρο. Το φως πολύ. Έμπαινε από τα μεγάλα παράθυρα με τα σιδερένια κάγκελα...
Ήταν πρωί περίπου 9 η ώρα, όταν άνοιξε η βαριά πόρτα, η εξωτερική, και ανεβήκαμε η νέα ομάδα των 10 φοιτητών στο τμήμα αποτοξίνωσης στο Δαφνί.
Πρόσωπα, πρόσωπα εκινούντο αέναα μέσα στο φαρδύ διάδρομο που άφηναν τα κρεβάτια τους. Άνθρωποι από όλα τα μέρη της πατρίδας και από πιο μακριά ακόμη. Με τις χαρακτηριστικές προφορές Λαρισινών ή Κρητικών και των άλλων νησιωτών, κοντοί, ψηλοί, μελαχρινοί, άσπροι, αδύνατοι, παχείς , πάσχοντες, όλος ο κόσμος αναγκασμένος να συμβιώνει.
Και μέσα σε αυτήν άμπωτη και πλημμυρίδα των ανθρώπων ένας ψηλός ξανθωπός με μαύρα ρούχα και περιλαίμιο λευκό, με λίγο υποτυπώδες γένι ξανθό, άρχοντας ατάραχος, γαλήνιος μέσα σε αυτή την ταραχή. Κατάλαβα ότι επρόκειτο για ιερέα. Ευτυχώς, είπα μέσα μου, ένας καθολικός ιερέας στο τμήμα αποτοξίνωσης. Ευτυχώς που δεν είναι ορθόδοξος! Να ξεφτιλιζόμαστε στους γιατρούς και στους συμφοιτητές μας ! Ευτυχώς!!


Χωριστήκαμε σε δύο ομάδες βάλαμε τις ιατρικές μας μπλούζες και με τον υπεύθυνο γιατρό προχωρήσαμε στο κρεβάτι του πρώτου ασθενούς. Τον φώναξε ο υπεύθυνος από την παρέα του. Ήρθε ένας μικρός μαγκάκος από την Λάρισα, ομιλητικός αλλά μαγκάκος.

Δεν θυμάμαι τίποτα από το πρώτο αυτό μάθημα ούτε γιατί ήταν μέσα ο ασθενής, ούτε τί φάρμακα έπαιρνε, απλώς στη ρύμη των λόγων του είπε «Έχουμε τον παπά να μας βοηθά και περνάμε καλά, και ενώ έπρεπε να φύγουμε σε τρεις μήνες χάρις σε αυτόν και θα φύγω σε 1,5 μήνα».
Τότε με τάραξε ο λογισμός μου, ένας καθολικός παπάς με κουστουμάκι τον βοήθησε αυτόν εδώ; Αδύνατον, ένας καθολικός παπάς !!!!
Στην πρώτη μας συνάντηση ουδέν έπραξα, παρόλο τον κοινωνικό μου χαρακτήρα. Έφυγα όταν τελείωσε ο υποχρεωτικός μου χρόνος της παρουσίας.
Στη δεύτερη επίσκεψη την επόμενη εβδομάδα, πάλι τα ίδια, άλλος ασθενής και νέα αποκάλυψη: “Eυτυχώς που έχουμε τον παπά και μας βοηθά ειδικά τα βράδια που μένουμε με τους εαυτούς μας, μας παρηγορεί , μας εμψυχώνει. Είναι δικός μας παπάς ορθόδοξος!!!”
Ένα κρύο ρεύμα με διαπέρασε, γκρεμίστηκαν όλα, ο ευσεβισμός μου δεν μπορούσε να δεχθεί ότι ένας παπάς ορθόδοξος ήταν μέθυσος, είχε ανάγκη αποτοξίνωσης και βρισκόταν πίσω από τα σίδερα με άλλους παράνομους, μέθυσους και ναρκομανείς.
Ούτε καν σε κάποιο ιδιωτικό κέντρο αποτοξίνωσης. Η ιδέα που είχα για άσπιλη Εκκλησία και οφειλόταν στην νεότητα μου, ξεθώριασε απότομα.


Τον πλησίασα, στεκόταν όρθιος και συνομιλούσε με έναν άλλο ασθενή, που έτρεμαν τα χέρια του. Συνομιλούσε απλά για το τίποτα, ο άλλος τον άκουγε, του έλεγε τα προβλήματα του, του μιλούσε γρήγορα , ο παπάς άκουγε με μια απέραντη στοργή κοιτάζοντάς τον. Είχε πρόσωπο καθαρό, μάτια γαλάζια – θάλασσα, ηλικία 55 χρόνων περίπου, χέρια άσπρα, δάχτυλα μακριά. Τέλος πάντων, όλα πάνω του είχαν κάτι αρχοντικό. Του απάντησε σιγά σε μια προφορά με αγγλική ηχώ! Ήταν ξένος. Παπάς ορθόδοξος, ξένος! Μόλις τελείωσε με τον άρρωστο στράφηκε σε μένα και με ρώτησε “χάου αρ γιού?”
Έμαθα ότι ήταν Έλληνας που γεννήθηκε στο εξωτερικό, οι γονείς του είχαν φύγει για την πέρα από τον ατλαντικό Αμερική. Τον έστειλαν όμως οι γονείς του στους παππούδες του στη Κατερίνη, έτσι είχε μάθει καλά Ελληνικά και είχε έναν σύνδεσμο με την παράδοση της χώρας μας. Ένιωθα ήδη άνετα σαν να γνωριζόμαστε από χρόνια, είχαν φύγει όλοι οι ενδοιασμοί μου.
--Τι θέλετε από μένα; με ρώτησε.
--Θέλω να μάθω γιατί βρίσκεστε σε αυτόν εδώ το χώρο και θεραπεύεστε, τέλος πάντων να σας γνωρίσω.
--Ελάτε στο δωμάτιο μου!

Ναι, μέσα σε αυτό το χάλι υπήρχε ένα μικρό δωματιάκι, στενό δωματιάκι με ένα κρεβάτι, παράθυρο βορινό, τοίχοι πανύψηλοι, 4 μέτρα ύψος, ένα γραφείο, είκοσι εικόνες ρώσικες, καντήλι , κομποσκοίνι, θυμιατήρι, πετραχήλι, φάρμακα πάνω στο γραφείο και βιβλία. Ήταν ένα μικρό καλογερικό κελί μέσα στη ταραχή 70 τροφίμων του ψυχιατρείου.
Εκεί άρχισε η αποκάλυψη της χάρης του Θεού.


Το όνομα Νικόλαος, ορθόδοξος ιερέας της Αρχιεπισκοπής Αμερικής, Καθηγητής του Χάρβαρντ στην έδρα των Παλαμικών σπουδών και ποιμαντικής ψυχολογίας! Χάρβαρντ στο μεγαλύτερο πανεπιστημιακό ίδρυμα της Αμερικής και τώρα τρόφιμος της ψυχιατρικής πτέρυγας του Δαφνιού στο τμήμα αποτοξινώσεως, η διαφορά είναι ιλιγγιώδης.
--Πάτερ; Πώς φτάσατε εδώ;
--Ήμασταν μια παρέα φίλοι που τελειώσαμε τη σχολή του Τιμίου Σταυρού στη Βοστόνη. Παντρευτήκαμε, κάναμε παιδιά και γίναμε ιερείς. Ο καλύτερος όλων μας πριν περίπου δέκα χρόνια πέθανε αιφνίδια. Τον κηδεύσαμε και γυρίσαμε στα σπίτια μας. Τότε με κατέλαβε ένα πνεύμα λύπης και από τότε άρχισα να πίνω. Τέλος πάντων σε λίγο καιρό ήμουν εξαρτημένος από το ποτό, εάν δεν έπινα έτρεμα. Δεν μπορούσα να διευθετήσω τα θέματά μου. Στην αρχή το έκρυβα από την γυναίκα μου και τα παιδιά μου, δεν μεθούσα αλλά έπινα, ήμουν με ένα ποτήρι στο χέρι. Πειράχτηκε το ήπαρ μου.
Όλο το θέμα ήταν μια πρόκληση για την ιατρική μου γνώση, τίποτα από τα παραπάνω δεν συμβάδιζε με την νηφαλιότητα του ανδρός με την αρχοντιά του και την έλλειψη νευρικότητας. Είχε έρθει η ώρα να φύγουμε. Του ζήτησα να του φέρω κάτι για παρηγοριά του μέσα σε αυτούς τους τοίχους.
--Ένα βιβλίο του Ρωμανίδη, μου λέει, τον είχα δάσκαλο τον Ρωμανίδη.
Στην νέα συνάντηση μας την επόμενη εβδομάδα κρατούσα στο χέρι μου το βιβλίο του Ρωμανίδη «Ρωμαίοι ή Ρωμιοί Πατέρες της Εκκλησίας». Ανέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά να συναντήσω τον Νικόλαό μου, τον άρρωστο μου, τον βρήκα στο δωμάτιό του καθισμένο σε μια μικρή πολυθρόνα και στο χέρι του ένα μικρό κομποσκοίνι. Του έδωσα το βιβλίο στα χέρια του. Είχε κόκκινο σκληρό εξώφυλλο, το γύρισε με αγάπη, διάβασε τα κεφαλαία. Χάρηκε σαν μικρό παιδί.
--Είμαι εδώ πάνω από τρεις μήνες, βγαίνω σπάνια -δεν έχω πού να πάω. Δεν μου έχουν φέρει ένα δώρο. Πόσο χαίρομαι για αυτό που μου έφερες! Αυτός ο άνθρωπος έφερε αέρα ορθοδοξίας, γκρέμισε το σχολαστικισμό της γερμανικής ιδεολογίας, έδειξε τον πλούτο μας!! Ό,τι μας έλεγε ο γέρο Ιωσήφ, αυτός το έβαλε στα πανεπιστήμια.
--Ποιος γέρο-Ιωσήφ;
--Ο ησυχαστής, ο παππούς ο Σπηλεώτης. Τον γνώρισα το 1960 όταν πήγαινα στο Άγιο Όρος στη Νέα Σκήτη με δεχόταν στο κελί του. Μου έμαθε να προσεύχομαι με το κομποσκοίνι ώρες και ώρες, φωτοβόλος, γλυκύς και αυστηρός. Προσοχή, έλεγε, στο νου! "Πρώτα προσβολή, μετά συζήτηση με τον λογισμό, μετά συγκατάθεση!! Συγκατάθεση, θάνατος, αρχή αμαρτίας, η αμαρτία δόντι ιοβόλο του θανάτου. Προσοχή! Όχι συζήτηση με τον λογισμό, νίψη!" Αυτά που ο γέροντας τα παρέδωσε εμπειρικά, ο Ρωμανίδης τα κατέγραψε, τα στήριξε αγιοπατερικά και τα εξαπέστειλε στα πέρατα της γης, ώστε να έχουμε και εμείς χαρά εκεί στην Αμερική. Όταν έγινα ιερέας, με τον πρώτο μου μισθό έστειλα ένα δώρο στον γέροντα Ιωσήφ, του έστειλα ράσα καλογερικά (όχι κάτι ακριβό, τα είχα τυλίξει και σε ένα γκρι χαρτί, έγραψα την διεύθυνση και τα έστειλα). Μετά από πέντε χρόνια τον επισκέφθηκα στο κελί του, όπως καθόταν είδα πίσω του στο πρεβάζι το δώρο μου ανέγγιχτο. Αμέσως σκούρυνε το πρόσωπο μου, του λέω: «Γέροντα, σου έστειλα ένα δώρο με τα πρώτα μου χρήματα και εσύ ούτε που το άγγιξες;!» μου λέγει «π. Νικόλαε, παιδί μου, δεν μου λείπει τίποτα, έχω τον Χριστό! Δεν μου λείπει τίποτα, το δώρο σου το είδα, έσκισα μια άκρη και το είδα. Το άφησα εδώ χρόνια, να μου λέει ο λογισμός άνοιξε το, και εγώ να τον ξεχνώ, αλλά να σε θυμάμαι. Θα μπορούσα να το είχα δωρίσει σε τόσους που έρχονται εδώ, αλλά το άφησα για τον παπά Νικόλα. Έλα να βάλουμε τον πλάγιο του δευτέρου ήχο, να παρηγορηθείς!» Μου έμαθε να προσεύχομαι με το κομποσκοίνι για τον κόσμο. Όλες τις ακολουθίες τις έκανε με το κομποσκοίνι εκτός της Θείας Λειτουργίας.
--Πάτερ, απορώ πώς εσείς που γνωρίσατε ένα τόσο άγιο άνθρωπο πέσατε σε αυτό το πάθος της οινοποσίας. Η προσευχή δεν σας προστάτεψε, δεν σας βοήθησε να γλιτώσετε από τον πειρασμό αυτόν;
--Ευάγγελε, μη ξεχνάς το "αρκεί σοι η χάρις μου", του Παύλου.
--Ξέρετε με σκανδάλισε, στην αρχή τουλάχιστον, το θέμα σας.
--Σε σκανδάλισε ή σε φόβισε για το ευόλισθον της φύσης μας; Είσαι αυτάρκης στην νομιζομένη σου καθαρότητα και φοβάσαι μήπως την χαλάσεις, μήπως κάνεις κάποιο λάθος και χάσεις την καλή γνώμη για τον εαυτό σου και για τους άλλους. Σε νοιάζει τί θα πει ο κόσμος. Αδελφέ μου και φίλε μου, η νεότητά σου είναι κακός σύμβουλος, όπως και σε μένα κάποτε. Η πείρα του βίου και η συναντίληψη της χάριτος με έπεισε ότι, όποιος και αν είμαι, ό,τι και αν κάνω, είμαι δεμένος με τον Χριστό και φωνάζω «ελέησον με ο Θεός, ελέησον με Κύριε ως οίδας και ως θέλεις, ελέησον με». Και λέω μέσα μου όλοι σώζονται, εγώ κολάζομαι. Ελπίζω στον Χριστό και στην Παναγία. Ελπίζω στο έλεος του Θεού που χαρίζει τον παράδεισο σ΄ αυτούς που πιστεύουν ότι είναι ανάξιοι του παραδείσου.
Και πάλι ο αδυσώπητος χρόνος τελείωνε.
--Πάτερ, θέλετε να σας φέρω κάτι στην επόμενη συνάντηση μας;
--Ναι, θέλω, επειδή έχω τέσσερα παιδάκια στην πατρίδα και τα έχω επιθυμήσει. Φέρε μου, σε παρακαλώ, ένα μικρό παιδάκι και φώναξε με να βγω στο παράθυρο από τα κάγκελα να το δω, να δω τα ματάκια του να παρηγορηθώ.
Βρήκα το μικρό μου βαπτισμένο Σωτήριο, τον πήρα αγκαλιά, πέρασα την πόρτα και σταθήκαμε κάτω από τα σίδερα.
-- Π. Νικόλαε, π. Νικόλαε, ήρθαμε!
Πρόβαλε η φιγούρα του πίσω από τα σίδερα, άπλωσε τα χέρια του από ψηλά, μας κοίταξε, μας χαμογελούσε. Μιλάγαμε από εκεί, χάρηκε, θυμήθηκε τα δικά του, απλώθηκε η νοσταλγία. Δεν ήταν πίκρα, ήταν νοσταλγία για τον παράδεισό μας. Μας ευλόγησε και αποχωρήσαμε. «Ποιος είναι πλούσιος Λωξάνδρα μου; Ο εν τω ολίγω αναπαυόμενος, τζόγια μου !» ….

--Πάτερ, η Αμερική φημίζεται για τα αποτοξινωτικά της κέντρα, πώς ήρθατε σε αυτές τις άθλιες συνθήκες;
-- Ευάγγελε, πριν πολλούς μήνες προκηρύχθηκε μια θέση στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, Παλαμικών σπουδών. Ήρθα λοιπόν και εγώ, αφού πήρα άδεια από το πανεπιστήμιο μου στο Χάρβαρντ, να βάλω τα χαρτιά μου για αυτήν την έδρα. Οι μήνες περνούν δεν γινόταν τίποτα. Καθηγητικές ίντριγκες, συνεδριάσεις επί συνεδριάσεων τίποτα. Την έδρα μου στο Χάρβαρντ την είχε πριν από μένα ο π. Γεώργιος Φλορόφσκι. Αυτός είναι ένας μεγάλος θεολόγος και πραγματικός φιλέλληνας και είναι ο γέροντας μου.
Από έκπληξη σε έκπληξη.
--Γέροντάς σας, αυτός ο μέγας;
--Ναι, και είναι πραγματικά μεγάλος πνευματικός θεολόγος και σημαιοφόρος, άνθρωπος θυσίας. Σπουδαγμένος και στην ποιμαντική ψυχιατρική και στην ψυχολογική αντιμετώπιση των εθισμένων χρηστών σε ουσίες και ποτό. Αλλά όλα αυτά τα ασκούσε με απέραντη αγάπη και υπομονή. Για να κατανοήσεις το μέγεθος του ανδρός θα σου πω μια ιστορία στην οποία ήμουν μάρτυρας της θαυμαστής θεραπείας ενός εφήβου: Μια οικογένεια έφερε το παιδί της 18 ετών που έπασχε από ηβηφρενία. Η κατάσταση ήταν δύσκολη, αθεράπευτη σχεδόν, τον παρακάλεσαν να τον δεχθεί να τον αναλάβει. Πράγματι τον πήρε σε ένα σπίτι στη εξοχή που είχε πολλά στρέμματα, με σημύδες, ένα μεγάλο αγρόκτημα. Μπήκαν μέσα οι δυο τους, το αγρίμι και ο π. Γεώργιος και έκλεισαν την βαριά πόρτα. Μετά από τρεις μέρες παρέδωσε το παιδί υγιές και σώφρον στους γονείς. Το παιδί αυτό σπούδασε και είναι υγιής έκτοτε και μάλιστα τώρα είναι Επίσκοπος της Εκκλησίας μας. Όταν ρώτησα, π. Γεώργιε, πώς έγινε αυτό; Μου είπε ότι πήρε το παιδί και του είπε « παιδί μου εγώ θα καθίσω σε αυτή την σημύδα , όλος ο χώρος είναι δικό σου, κάνε ό,τι θέλεις και όταν θέλεις έλα να μιλάμε. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες έκανε ό,τι ήθελε. Κατέστρεψε το ψυγείο, την βιβλιοθήκη μου, τα λουλούδια, και όποτε ήθελε με πλησίαζε και μιλάγαμε. Εγώ καθόμουν στης σημύδας τον κορμό και περίμενα χωρίς να ταράζομαι για ό,τι γινόταν, τρεις μέρες εκεί δεν σηκώθηκα, δεν έφαγα, δεν ήπια νερό. Την Τρίτη μέρα ήρθε ο παιδί γαλήνιο, μου φίλησε το χέρι, με σήκωσε, με βοήθησε να περπατήσω, γιατί ήμουν σαν πεθαμένος, ανοίξαμε την πόρτα και τον παρέδωσα στους γονείς του. Ιματισμένο και σωφρονούντα». Πάτερ Γεώργιε, και τρεις μέρες πώς κάνατε τις στοιχειώδεις ανάγκες σας; «Τα έκανα πάνω μου δεν μετακινήθηκα καθόλου, ήθελα να δώσω μια θυσία για αυτόν στο Θεό, την υπομονή μου την κατάργηση των συμβατικών καθημερινών πρακτικών. Δεν είναι τίποτα, ο Θεός μου χάρισε υγιή τον άνθρωπο και δι΄ αυτού μου χάρισε την γεύση της Βασιλείας του». Τέτοιος άνθρωπος ήταν αυτός, αληθής θεολόγος, άνθρωπος της λειτουργίας ,αλλά και πέρα από αυτήν. Πάντα έλεγε: "δίδου ημίν εκτυπώτερον, σού μετασχείν, εν τη ανεσπέρω ημέρα της Βασιλείας σου".


(Μεθαύριο σ.Θ. η συνέχεια)

Δεν υπάρχουν σχόλια: