Το τραγούδι «Η κοιμάμενη
Βασιλοπούλα» που παραθέσαμε στην αρχή σε σύνθεσι του Νίκου Μαστοράκη και
ερμηνεία του Ψαραντώνη, είναι μια διασκευή ενός ομώνυμου ποιήματος του Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη. Στην πραγματικότητα στο τραγούδι βρίσκονται μελοποιημένοι οι 25 από
τους 44 συνολικούς στίχους (οι έξι πρώτες –από τις 11- τετράστιχες στροφές και
μάλιστα με μια μικρή αλλαγή στην σειρά τους) του ποιήματος.
Η
ΚΟΙΜΑΜΕΝΗ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ
Λόγγος κι ορμάνι γύρω στο παλάτι,
και το φυλάν αόρατα σπαθιά,
κι εκείνη αποκοιμήθηκε βαθειά,
και δεν τη βλέπει ανθρώπου μάτι.
Λόγγος κι ορμάνι γύρω στο παλάτι,
και το φυλάν αόρατα σπαθιά,
κι εκείνη αποκοιμήθηκε βαθειά,
και δεν τη βλέπει ανθρώπου μάτι.
5 Μάγια κακά της είχαν καμωμένα
να μην ξυπνήσει χρόνους εκατό,
πριν ένα βασιλόπ’λο ξακουστό
έρθη να την ευρή από τα ξένα.
να μην ξυπνήσει χρόνους εκατό,
πριν ένα βασιλόπ’λο ξακουστό
έρθη να την ευρή από τα ξένα.
Σ’ είσ’ η Κοιμάμενη Βασιλοπούλα,
10 πού όλ' η Ελλάς, νανούρισμα γλυκό,
σου στέλνει ένα τραγούδι μυστικό
και μια χρυσόχλωρη μυρτούλα.
Σ’ είσ’ η Κοιμάμενη Βασιλοπούλα
μα δεν κοιμάσαι μοναχή σου συ,
σου στέλνει ένα τραγούδι μυστικό
και μια χρυσόχλωρη μυρτούλα.
Σ’ είσ’ η Κοιμάμενη Βασιλοπούλα
μα δεν κοιμάσαι μοναχή σου συ,
15 κι άλλος εκεί δεξιά σου τη χρυσή
του Έθνους καρτερεί αυγούλα.
Σταυρός αστράφτει και σπαθί σιμά του
ψυχών κοπάδι φτερουγίζει εκεί.
Αγίων μελίσσι γύρω κατοικεί
του Έθνους καρτερεί αυγούλα.
Σταυρός αστράφτει και σπαθί σιμά του
ψυχών κοπάδι φτερουγίζει εκεί.
Αγίων μελίσσι γύρω κατοικεί
20 κι Αγγέλοι αμόνουν στ’ όνομά του.
Εκειός είν' η ελπίς μας, ο Μεσσίας
εκειός του Γένους ο εγδικητής
οπού κοιμάται στα υπόγεια τής
Αγίας του Θεού Σοφίας.
Εκειός είν' η ελπίς μας, ο Μεσσίας
εκειός του Γένους ο εγδικητής
οπού κοιμάται στα υπόγεια τής
Αγίας του Θεού Σοφίας.
25 Και θα ξυπνήση να
χαρούν σιμά του
κι οι όσιοι με τα πρόσωπα χλωμά,
κι οι Μάρτυρες στα στήθια τα
θερμά
απ’ την πορφύρα του αιμάτου.
Και σέ άμποτε, με τόσους
πονεμένους,
30 στην ύστερη ώρα
πριν αναστηθής
να σ’ αξιώσ’ η Χάρις να βρεθής
στη μυστική χαρά του Γένους.
Εκεί κοιμάτ’, εκεί, καιρούς και
χρόνια
κ’ η συντροφιά του θελά γίνης σύ,
35 μα η αγνότης του
είναι περισσή
και πρώτα κ’ ύστερα κ’ αιώνια.
Και σε, βασιλοπούλα, θα σ’ αγνίση
Μαρτύρων αίμα κι άχνη και φωτιά,
κι η πρώτη του πολέμαρχου ματιά,
40 πρώτη γλυκά θα σ’ εξυπνήση.
Παρηγοριά στη φτώχεια μας να
στείλη,
το δουλωμένο Γένος να χαρή,
που απ’ τη ματιά του ήλιο
καρτερεί
ώραν την ώρα ν’ ανατείλη.
Αλέξ.
Παπαδιαμάντης (1891)
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ:
Ο Παπαδιαμάντης αφορμάται από πραγματικό γεγονός επιδεικνύοντας
μάλιστα αξιοθαύμαστα αντανακλαστικά. Και το περίεργο είναι πως ενώ στην αρχή
του ποιήματος του αναφέρεται στην συγκεκριμένη τραγική είδησι με την Πριγκίπισσα
της Ελλάδας Αλεξάνδρα 1870-1891), κόρη του Βασιλέως Γεωργίου Α΄ που συγκλόνισε το
Πανελλήνιο με τον ξαφνικό θάνατό της, την 18 Σεπτεμβρίου 1891 στην Ρωσία,
(ελάχιστες μέρες, έξι, μετά την γέννα του γιού της Δημητρίου) σε ηλικία
μόλις 21 ετών, στην συνέχεια υιοθετώντας ένα προφητικό ύφος (που θυμίζει
Παλαμά) εκστασιάζεται ιστορώντας με τις χορδές της λύρας του την θρυλική μορφή
του Μαρμαρωμένου Βασιλιά και το όραμα της Μεγάλης Ιδέας.
Συγκεκριμένα στην 4η
ήδη στροφή βάζει την κοιμάμενη Βασιλοπούλα παρηγορώντας την δίπλα σε κάποιον
άλλο κοιμώμενο. Αυτόν που καρτερεί «τη χρυσή του Γένους αυγούλα» τον σκιαγραφεί
η 5η στροφή ως έθνικό πολεμιστή
με στοιχεία υψηλής ιερότητας. Η 6η στροφή δεν αφήνει κανένα
καμμία σκιά σχετικά με τον πραγματικό πρωταγωνιστή του ποιήματος:
Αυτόν που
είναι «η ελπίς μας, ο Μεσσίας» μας! Αυτός που είναι « του Γένους ο
εγδικητής» και που ως γνωστόν «κοιμάται στα υπόγεια τής
Αγίας του Θεού Σοφίας».
Αγίας του Θεού Σοφίας».
Η επόμενη στροφή αναφέρει πως
αυτός που πουθενά στο ποίημα δεν ονοματίζεται (παρ’ όλο που οι Άγγελοι ορκίζονται
στ’ όνομά του στ. 20) θα ξυπνήση και θα χαρούν δίπλα του οι όσιοι και οι
Μάρτυρες.
Στην 8η στροφή επιστρέφει ο ποιητής στην τιμωμένη
Βασιλοπούλα, αλλά για να της ευχηθή στην ύστερη ώρα πριν αναστηθή:
«να σ’ αξιώσ’ η Χάρις να βρεθής
στη μυστική χαρά του Γένους».
Οι τελευταίες τρείς στροφές πάλι
ανακαλούν την μυστική και αιώνια πάναγνη
μορφή του «ΠΟΛΕΜΑΡΧΟΥ» (στ. 39), του οποίου η ματιά θα ξυπνήση πρώτη την
Βασιλοπούλα.
Οι έσχατοι τέσσερεις στίχοι
συνδέουν το στιχούργημα του σκιαθίτη όχι μόνο με την πατριωτική, μεγαλοϊδεάτικη,
πνοή του παλαμικής λύρας, αλλά και με το εθνικής σημασίας κεφάλαιο των θρήνων για
την Άλωσι της Πόλης της Δημώδους ποιήσεώς μας.
«Παρηγοριά στη φτώχεια μας να
στείλη,
το δουλωμένο Γένος να χαρή,
που απ’ τη ματιά του ήλιο
καρτερεί
ώραν την ώρα ν’ ανατείλη.»
Ο πρώτος σχολιαστής του ποιήματος έγραφε μεταξύ άλλων στην Εφημερίδα:
«…Το στιχούργημα του κ.
Παπαδιαμάντη, ούτινος η ποιητική πεζογραφία, δια το έκτακτον της περιστάσεως,
μετερσιώθη αίφνης εις μεγαλοϊδεάτιδα ποίησιν, θα το εχαρακτηρίζαμεν ως προϊόν
αληθινής εμπνεύσεως εθνικής, αν η λέξις δεν είχεν απολέσει προ πολλού την σημασίαν
της»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου