Από τον φίλο Nick Georgiou λάβαμε προ τριημέρου το παρακάτω σημείωμα. Αναφέρεται σε νεοκδοθέν και ευπώλητο βιβλίο με τον τίτλο «Ο ιδιωτικός βίος του Μάξουελ Σιμ» (ο αγγλικός τίτλος είναι χαρακτηριστικότερος: The terrible privacy of Maxwell Sim) ενός σύγχρονου Βρετανού συγγραφέα, του Jonathan Coe, τον οποίο δεν έχουμε ακόμα διαβάση. Από τις βιβλιοκρισίες πληροφορούμαστε πως πρόκειται για « ένα "μυθιστόρημα δρόμου" αλλά και μια πραγματεία για τη ζωή και την επιβίωση στον 21ο αιώνα, την οικογένεια, τη δουλειά, την κρίση- παγκόσμια και προσωπική». Φαίνεται, λοιπόν, ενδιαφέρον.
Αλλά και το απόσπασμα που διάλεξε ο φίλος μας όμως για να αναφερθή στο κυρίαρχο θέμα των ημερών μας, την βαθειά οικονομική κρίσι και το αίτημα για επιστροφή στην παραγωγή και την ανάπτυξι, είναι εύγλωττο:
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Brano dal romanzo di Jonathan Coe “The terrible privacy of Maxwell Sim”; sulla crisi economica:
Του Nick Georgiou:
Ο "ιδιωτικός βίος του Μάξγουελ Σιμ" (μετάφραση Μ.Ζαχαριάδου, εκδόσεις Πόλις), δεν είναι απλά ξεκαρδιστικό ή ιδιοφυές μυθιστόρημα. Είναι και η κριτική ματιά του εκπληκτικού Τζόναθαν Κόου στο πολιτικό γίγνεσθαι της Βρετανίας αλλά και ολόκληρου του κόσμου σήμερα .
Απολαύστε ένα απόσπασμα που μιλάει για την ανάπτυξη ,τη μαγική λέξη που όλοι -ανεξαιρέτως - στην Ελλάδα του σήμερα ευαγγελίζονται.
«… Τώρα περνούσα μπροστά από το παλιό εργοστάσιο του Λόνγκμπριτζ (εκεί φτιάχνονταν τα μινι της Ρόβερ έως το 2005 όταν έκλεισε αφήνοντας στο δρόμο 6000 εργαζόμενους ).
¨Η μάλλον, περνούσα μπροστά από την τρύπα που έχασκε στο χώρο όπου κάποτε βρισκόταν το εργοστάσιο του Λόνγκμπριτζ. ¨Ηταν παράξενη εμπειρία όταν ξαναπηγαίνεις στα τοπία του παρελθόντος σου, περιμένεις να δεις τουλάχιστον μερικές καλλωπιστικές αλλαγές, κανένα καινούριο κτήριο εδώ και εκεί, κανένα χέρι μπογιά, αυτό όμως ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό : ένα ολόκληρο συγκρότημα βιομηχανικών κτηρίων που κάποτε κυριαρχούσαν απολύτως στη γειτονιά, καλύπτοντας στρέμματα επί στρεμμάτων, που έσφυζαν από τον ήχο των μηχανημάτων και από τις χιλιάδες των εργαζομένων ανδρών και γυναικών που μπαινόβγαιναν στα κτήρια – όλα αυτά είχαν χαθεί. Είχαν ισοπεδωθεί, δεν είχε μείνει τίποτα. Και στο μεταξύ, μια γιγαντοαφίσα που είχε αναρτηθεί στο μέσο εκείνον των ξυρισμένων εκτάσεων αστικής ερημιάς, μας πληροφορούσε ότι, πολύ σύντομα ένας φοίνικας θα αναγεννιόταν από τις στάχτες : ένα «νέο μεγάλο έργο ανάπτυξης» με «εξαιρετικής ποιότητας κατοικίες» και «εμπορικά καταστήματα» ήταν στα σκαριά – μια ουτοπική κοινότητα, όπου η μόνη έγνοια των ανθρώπων θα είναι το φαγητό, ο ύπνος και τα ψώνια : προφανώς δεν θα υπήρχε πλέον ανάγκη να δουλεύει κανείς – τέρμα αυτή η κουραστική και ποταπή υπόθεση, να περνάς τόσες ώρες μέσα σε ένα εργοστάσιο για να φτιάχνεις πράγματα.
Μα μας έχει σαλέψει εντελώς τα τελευταία χρόνια? Έχουμε ξεχάσει πως η ευημερία πρέπει να βασίζεται σε κάτι, κάτι στέρεο και χειροπιαστό? Ακόμα και για έναν άνθρωπο σαν εμένα ήταν εντελώς σαφές ότι έχουμε πάρει τελείως λάθος δρόμο, ότι δεν είναι πια και πολύ καλή ιδέα να γκρεμίζουμε εργοστάσια και να χτίζουμε μαγαζιά, ότι δεν είναι και πολύ συνετό να χτίζουμε μια ολόκληρη κοινωνία πάνω σε αέρα κοπανιστό ..."
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου