Τρίτη 14 Αυγούστου 2012

Η θλιβερή επέτειος του αεροπορικού δυστυχήματος της Ήλιος και ένα συγκινητικό ποίημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Una poesia di Alexandros Papadiamantis a una tragedia di 1902


Ανάμεσα στα 121 τραγικά θύματα του προ επταετίας αεροπορικού δυστυχήματος της κυπριακής εταιρίας Ήλιος, (Γραμματικό, 14 Αυγούστου 2005), οι περισσότεροι ήσαν νέοι άνθρωποι κι ανάμεσά στους 20 περίπου ανήλικους υπήρχαν και πολύ μικρά παιδιά…
[Κι ενώ στην Κύπρο οι υπεύθυνοι της εταιρίας αθωώθηκαν όλοι, στα ελληνικά δικαστήρια, 4 άτομα καταδικάστηκαν με αναστολή. Μάλιστα στις 10 Σεπτεμβρίου 2012 μάθαμεπως θα αρχίσει στην Ελλάδα η έφεση αυτών των καταδικασθέντων με αναστολή από το Πλημμελειοδικείο Αθηνών]

Σε μια ανάλογη εθνική τραγωδία, ένα πολύνεκρο ναυάγιο, πριν από 110 χρόνια, το πανελλήνιο συγκλονίσθηκε. Ανάμεσα στους νεκρούς, που χάθηκαν στην θάλασσα υπήρχαν και δύο μικρά παιδιά. Γι’ αυτά ειδικά τα αδελφάκια, τον Γιαννάκη και τον Κωστή Ραφτάνη, ο Παπαδιαμάντης συμμεριζόμενος τον πόνο της μάνας τους βγάζει την συγκίνησί του σε ένα πολύστιχο ποίημα 37 δεκαπεντασυλλάβων…



 Ελεγείον
( Εις τους αδελφούς Γιαννάκην και Κωστήν Γ. Ραφτάνην καταποντισθέντες μετά του πλοίου «Σκίαθος» εις τον Ατλαντικόν κατά Ιανουάριον του 1902 )


Κλάψατε χήρες κι ορφανά, κλάψτε βαθιά με πάθος·
βραχνά βαρείτε, θλιβερά, ραγίσετε καμπάνες·
ραγίσετε κι εσείς καρδιές· στην εκκλησιά ελάτε·
ψάλτε, παπάδες, θλιβερά να πήτε τον Κανόνα,
στα δυο αδερφάκια τ` άτυχα, τα πολυαγαπημένα,
που πάν αδικοθάνατα στου ωκεανού τα βάθη.

Φτωχούλες κόρες φρόνιμες, με πόνο και με χάρη
στολίστε τους το κόλλυβο και ζωγραφίστ’ απάνω
τα δυο αδερφάκι’ αγκαλιαστά, τα πολυαγαπημένα.

--Φωτιά και πόνος και καημός! Τι συφορά μεγάλη!
Τα ό,τι έπαθα εγώ τά ’παθε μάννα άλλη;
Παρακαλούσε κι έλεγε με πόνο, με λαχτάρα:
«Σπρώχνε, νοτιά, τα κύματα , να μόρθουν τα παιδιά μου!»·
Σπρώχν’ η νοτιά, τα κύματα· τα κύματα φουσκώνουν.
Θεριεύουν, γίνονται βουνά· και τα βουνά ψηλώνουν,
έως απάνω στα πινά, κι απάνω στα κατάρτια,
κι απάνω στα ξεκάταρτα του καραβιού χτυπάνε·
κι ανάμεσα στα δυο βουνά μια ρεματιά ανοίγει·
κλεί  το καράβι μάγγανος· κεί μέσα παραδέρνει·
κάτω η σκάφη του βαθιά, κι απάνω σκά το κύμα·
κι ανοίγει τάφο απέραντο και τάφο διαλεγμένον
για τα παιδάκια της τα δυο, τα πολυαγαπημένα·
κι ο τάφος πάντα πρόσφατος και πάντα νεοσκαμμένος.

-- Να πιή κανείς τη θάλασσα, του ωκεανού το κύμα·
όλη την πίκρα του γιαλού, του πέλαγου την άρμη·
τα ό,τι έπαθα εγώ, τά ’παθε άλλη μάννα;
βραχνά απ’ το βράχο φώναξε η γραία Βενετσάνα.
Παιδιά μου, μ’ αγαπούσατε, και σείς με καρτερείτε·
παιδιά μου, θά ‘ρθω να σας βρώ, και μή βαρυγνωμείτε.

Αυτοί είν’ οι βιοπαλαισταί, κι αυτή είναι η μοίρα·
διαβάσετε, Χριστιανοί, διαβάστε τον Ψαλτήρα·
«Ποτήρι μ’ οίνον άδολον και πλήρες μυστηρίου,
και γέρνει εδώ και γέρνει εκεί, στο χέρι του Κυρίου·
και άν ο οίνος χύνεται, το καταπάτι μένει.
Αυτό θα πιούμε όλοι μας, αμαρτωλοί καημένοι».
Και τ’ είναι όλ’ η μοίρα μας; ένα ουαί και μόνον, 
πλασμένον απο άρνησιν και απο μέγαν πόνον.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης  ( Εφ. Νέον ‘Αστυ, 11 Φεβ. 1902)

Δεν υπάρχουν σχόλια: