Από τον Ιταλικό Τύπο μεταφράζουμε ένα χθεσινό άρθρο για τα κλεμμένα μάρμαρα του Παρθενώνα και το ζήτημα της επιστροφής τους στο Μουσείο Ακροπόλεως.
[Το άρθρο έχει τίτλο: «Τότε και το Γκετί να μας επιστρέψη τον Λύσιππο». Προφανώς η συντάκτρια αναφέρεται στο εικονιζόμενο άγαλμα του γλύπτη Λυσίππου που βρίσκεται στο Getty Museum]
«Κάποτε λαμπυρίζανε πάνω στην Ακρόπολι των Αθηνών, τώρα βρίσκονται στο Βρεταννικό Μουσείο, στο επίκεντρο μιάς από τις πιο πολυσυζητημένες διενέξεις της ιστορίας της Αρχαιολογίας. Πρόκειται για τις 56 μαρμάρινες πλάκες, με 15 μετώπες του Παρθενώνα, 17 αετώματα, μία Καρυάτιδα και μία κολόνα του Ερεχθείου, τα λεγόμενα «Ελγίνεια Μάρμαρα», από το όνομα του Βρεταννού πρέσβη Τόμας Μπρούς (Thomas Bruce), έβδομου κόμη του Έλγιν (conte di Elgin), ο οποίος στις αρχές του 19ου αι. τα αποκόλλησε από τά αθηναϊκά αρχιτεκτονήματα και τα μετέφερε στο Λονδίνο, στο …σπίτι του. Τώρα πολλοί αναρωτιούνται: είναι σωστό ή όχι να τα επιστρέψουν στην Αθήνα για να επανενωθούν με τα υπόλοιπα που σήμερα βρίσκονται στο Μουσείο της Ακρόπολης;
Υποστηρικτής της επιστροφής είναι ο Κρίστοφερ Χίτσενς (Christopher Hitchens), συγγραφέας του βιβλίου «Τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Οι λόγοι για την επιστροφή τους», άρτι εκδοθέν σε ιταλική έκδοσι (εκδ. Fazi, σς. 163, 19,50 Ευρώ). Απέναντί του έχει το Βρεταννικό Μουσείο και άλλες προσωπικότητες της κουλτούρας.
Ο Άγγλος Χίτσενς, συγγραφέας ιδιαίτερα μαχητικός (…), έχει ενστερνιστή την υπόθεσι των «Ελγινείων» από χρόνια. Η προσπάθειά του για επιστροφή αρχίζει 20 χρόνια πριν, όταν η «Βρεταννική Επιτροπή για την Επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνος» του ζήτησε μια παρέμβασι «η οποία απλώς θα έκανε αναφορά στην φυσική δικαιοσύνη»: τα γλυπτά του Παρθενώνα ακρωτηριάστηκαν και λεηλατήθηκαν την εποχή κατά την οποία η Ελλάδα ήταν κατακτημένη από τους Τούρκους, στις αρχές του 1800. Μια αδικία που θα έπρεπε να αποκατασταθή.
Στο σημερινό βιβλίο (με εισαγωγή της νοτιοαφρικανής συγγραφέως Ναντίν Γκόρντιμερ) ο Χίτσενς ανατρέχει όλη την ιστορία του Παρθενώνα, από τις αρχές μέχρι τις μεταμορφώσεις των αιώνων, μέχρι και τις υφαρπαγές του 19ου αιώνα. Διηγείται πώς εκείνες οι μεγαλειώδεις πέτρες που σκαλίστηκαν τον καιρό του Περικλέους και του Φειδία τον πέμπτο αιώνα, τεμαχίστηκαν και αποσπάστηκαν ξεκινώντας από το 1801 από τον λόρδο του Έλγιν «με τρόπο όχι νόμιμο» και με σκοπό και συμφέρον ιδιωτικό: τον καλλωπισμό του σπιτιού του που κατασκεύαζε στην Σκωτία και την πιθανότητα να αποκόμιζε ένα γερό κομπόδεμα από την αγγλική κυβέρνησι, προσφέροντας τα μάρμαρα για 62.440 στερλίνες και εξασφαλίζοντας τα μισά από αυτά.
(…)
Οι αντίθετες απόψεις όμως υποστηρίζουν πως, χάρις στον Ελγίνο, τα γλυπτά διατηρήθηκαν, ήσαν περισσότερο ασφαλή στο Βρεταννικό Μουσείο παρά στην Αθήνα, επέτρεψαν την μελέτη της ελληνικής αρχαιότητας και ότι ο καλός Ελγίνος έδρασε με το πνεύμα ενός συντηρητικού.
Επιπλέον η επιστροφή των μαρμάρων θα δημιουργούσε ένα προηγούμενο για το άδειασμα των Μουσείων και των συλλογών τέχνης όλου του κόσμου, απ’ το Μουσείο Γκιμέ (Guimet) της ανατολικής τέχνης του Παρισιού, μέχρι το Αιγυπτιακό Μουσείο του Τορίνου. Χωρίς να συνυπολογίσουμε ότι η Βενετία θα έπρεπε να επιστρέψη στην Κωνσταντινούπολι τα άλογα του Αγίου Μάρκου και το Βερολίνο τα μάρμαρα του Βωμού της Περγάμου στην Τουρκία. Ή η προτομή της Νεφερτίτης που σήμερα φιλοξενείται στο Μουσείο «Άλτες» (Altes Museum) της γερμανικής πρωτευούσης, εκτός κι αν αποδεικνυόταν χωρίς ίχνος αμφιβολιών ότι δέν είναι γνήσιο κι επομένως κανείς δεν θα ενδιαφερόταν γι’ αυτό».
(της Maurizia Tazartes)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου