29 ΜΑΐΟΥ 1453 - 29 /5/2023 570 ΧΡΟΝΙΑ ...
Σάν σήμερα προπέρυσι κατά την 5η Διαδικτυακή Εκδήλωσι , είχα την ευκαιρία να παρουσιάσω το «Ανακάλημα» και να το σχολιάσω με τον γνωστό -σε κάποιους ημέτερους/ομοϊδεάτες- δικό μου τρόπο. Σήμερα θα περιοριστώ να αναδημοσιεύσω το κείμενο με την δική μου πρότασι διόρθωσης στους προβληματικούς στίχους 35 και 36 (πρώην στ. 45 και 46). Δυστυχώς το μαγνητοσκοπημένο βίντεο της σχεδον τρίωρης εκείνης εκδήλωσης χάθηκε/καταστράφηκε -- ειδικά κατά το 2ο μέρος που μας ενδιαφέρει εδώ. Γραπτές αναλυτικές σημειώσεις δεν έχω αφήσει επίσης. Από την άλλη, οι τρέχουσες προσωπικές υποχρεώσεις δεν μου επιτρέπουν - προς το παρόν -- ευρύτερο σχολιασμό…
Αλέξανδρος Σοϊλεμέζης
....................................
Το «Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης»
Θρήνος, κλαυμός και οδυρμός και
στεναγμός και λύπη,
θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλην την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
Τίς το ’πεν; Τίς το μήνυσεν; Πότ’ έλθεν το μαντάτο; (5)
Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της
Τενέδου
και κάτεργον το υπάντησε, στέκει κι αναρωτά το:
«Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;
«Έρκομαι ακ τ’ ανάθεμα κ’ εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην· (10)
απέ την Πόλην ερχομαι την
αστραποκαμένην.
Εγώ γομάριν δεβ βαστώ, αμμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα.
Οι Τούρκοι ότε ήρθασιν, επήρασιν την Πόλην,
απώλεσαν τους χριστιανούς εκεί και πανταχόθεν.»
(15)
«Στάσου, καράβι, να χαρής, πάλι να σε
ρωτήσω:
Εκεί ’λαχεν ο βασιλεύς, ο Κύρης
Κωνσταντίνος,
ο φρένιμος, ο δυνατός, ο περισσά ανδρειωμένος,
ο πράγος, ο καλόλογος, η φήμη των Ρωμαίων;»
«Εκεί ’λαχεν ο Δράγασης ο κακομοιρασμένος. (20)
Σαν είδεν τ’ άνομα σκυλιά κ’ εχάλασαν τους τοίχους
κ’ ετρέξασιν κ’ εμπήκασιν πεζοί και καβαλλάροι
κ’ εκόπταν τους χριστιανούς ως χόρτο στο λιβάδιν
βαριά-βαριά ’ναστέναξεν μετά κλαυθμού και είπε:
“Ελέησον! Πράγμα τί θωρούν τα δολερά μου μάτια! (25)
Πώς έχω μάτια και θωρώ! Πώς έχω φως και βλέπω!
Πώς έχω νούν και πορπατώ στον άτυχον τον κόσμον!
Θωρώ, οι Τούρκοι ’νέβησαν εις την αγίαν Πόλην
και τώρα αφανίζουσιν εμέν και τον λαόν μου”.
Εβίγλισεν ο ταπεινός δεξιά και αριστερά του· (30)
θωρεί, φεύγουν οι Κρητικοί, φεύγουν
οι Γενουβήσοι·
φεύγουσιν οι Βενέτικοι κ’ εκείνος απομένει.
Ελάλησεν ο ταπεινός με τα καμένα χείλη:
“Εσείς, παιδιά μου, φεύγετε, πάτε να
γλυτωθήτε·
κ’ εμέναν πού μ’ αφήνετε τον κακομοιρασμένο; (35)
με το θλιμμένον πρόσωπον, με τα
θλιμμένα μάτια,
με την τρεμούραν την πολλήν, με τα καμένα χείλη·
Αφήνετέ με στά σκυλιά κ’ εις του θεριού το στόμα.
Κόψετε το κεφάλιν μου, χριστιανοί Ρωμαίοι·
επάρετέ το, Κρητικοί, βαστάτε το στην Κρήτην (40)
να το ιδούν οι Κρητικοί να καρδιοπονέσουν,
να δείρουσι τα στήθη τους, να χύσουν μαύρα δάκρυα
και να με μακαρίσουσιν ότι ούλους
τους αγάπουν·
μηδέν με πιάσουν τα σκυλιά, μηδέν με κυριεύσουν·
(ότι ανελεήμονα των ασεβών τα σπλάχνα) (45)
μηδέν με παν στον αμιρά, το σκύλον Μαχουμέτην,
και θέση πόδαν άτακτο εις τον εμόν αυχένα·
(εις βασιλέως τράχηλον δεν πρέπει πούς ανόμου)
μή με ρωτήσ’ ο άνομος, να ‘πή:“πού ’ν’ ο Θεός σου;”,
να ‘ρίση ο σκύλος τα σκυλιά να με κακολογήσουν, (50)
να παίξουσιν το στέμμα μου, να
βρίσουν την τιμήν μου·
απήν με βασανίσουσιν και τυραννίσουσίν με,
να κόψουν το κεφάλιν μου, να μπήξουν εις κοντάριν,
να σκίσουν την καρδία μου, να φάν τα σωτικά μου,
να πιούν από το αίμα μου, να βάψουν τα σπατιά τους (55)
και να καυχούντ’ οι άνομοι εις την
απώλειάν μου»
Ήλιε μου, ανάτειλε παντού, σ’ ούλον
τον κόσμον φέγγε
κ’ έκτεινε τας ακτίνας σου σ’ όλην την οικουμένη
κ’ εις την Κωσταντινόπολιν, την πρώην φουμισμένην
και τώρα την Τουρκόπολιν, δεν πρέπει πιο να φέγγης. (60)
Αλλ’ ουδέ τας ακτίνας σου πρέπει εκεί
να στέλλης
να βλέπουν τ’ άνομα σκυλιά τες ανομιές να κάμνουν,
ίνα ποίσουν στάβλους εκκλησιές, να καίουν τας εκόνας,
να σχίζουν, να καταπατούν τα ’λόχρουσα βαγγέλια,
να καθυβρίζουν τους σταυρούς, να τους κατατσακίζουν, (65)
να παίρνουσιν τ’ ασήμια τους και τα
μαργαριτάρια
και των αγίων τα λείψανα τα μοσχομυρισμένα
να καίουν, ν’ αφανίζουσιν, στην θάλασσα να ρίπτουν,
να παίρνουν τα λιθάρια των και την ευκόσμησίν των
και στ’ άγια δισκοπότηρα κούπες κρασί να πίνουν. (70)
Άρχοντες, αρκοντόπουλοι, αρχόντισσες
μεγάλες,
ευγενικές και φρένιμες, ακριβαναθρεμμένες,
ανέγλυτες πανεύφεμες, ύπανδρες και χηράδες
και καλογριές ευγενικές, παρθένες, ηγουμένες
(Άνεμος δεν τους έδιδε, ήλιος ούκ έβλεπέν τες, (75)
εψάλλαν, ενεγνώθασι εις τ’ άγια μοναστήρια)
ηρπάγησαν ανηλεώς ως καταδικασμένες!
Πώς να τες πάρουν στην Τουρκιά, σκλάβες να πουληθούσιν
και να τες διασκορπίσουσιν σ’ Ανατολήν και Δύσιν!
Γυμνές και ανυπόλυτες, δαρμένες, πεινασμένες, (80)
να βλέπουν βούδια, πρόβατα, άλογα και βουβάλια,
παπίτσες, χήνες και έτερα . . . . . . .
και το βραδύ να μένουσιν με τους μουσουλουμάνους
και να τες μαγαρίζουσιν, μπαστάρδια να γεννούσιν,
μουσουλουμάνοι να γενού και σκύλοι ‘ματοπίνοι, (85)
να πολεμούν χριστιανούς και να τους αφανίζουν!
Μήν το ‘πομένης, ουρανέ, και γή, μήν το βαστάξης·
ήλιε, σκότασε το φώς, σελήνη μήν τους δώσης.
Είπω και τίποτε μικρόν αλληγορίας
λόγον:
Ήλιον τάξε νοητόν τον Μέγαν Κωνσταντίνον· (90)
σελήνη επονόμασε την νέαν του την Πόλιν.
Μή σου φανή παράξενο τούτον απού σου λέγω:
κόσμο μέγαν τον άνθρωπον Θεός επονομάζει,
όν έθετο εις τον μικρόν κόσμον, την πάσα κτίσι.
Αυτός λοιπόν εκόσμησε ο Μέγας Κωνσταντίνος (95)
την Πόλιν την εξάκουστην, ήν βλέπεις και ακούεις,
καθώς την κλήσιν έλαβεν και την επωνυμίαν.
Ομοίως Ουστινιανός εκόσμησεν μεγάλως,
έκτισεν την Αγιάν Σοφιάν, το θέαμαν το μέγα·
παραπλησίον γέγονε Σιών της παναγίας. (100)
Εκείνοι ήσαν ήλιος κ’ η Πόλι ’ν’ η σελήνη.
(Χωρίς ηλίου πούποτε σελήνη ουδέν λάμπει.)
Εκείνοι γαρ οι βασιλείς, οι ευσεβείς, οι θείοι,
έλαμπον, εφωτίζασιν την παναγίαν Πόλιν,
την Δύσην, την Ανατολήν, όλην την Οικουμένην. (105)
Όταν εις νούν αθυμηθώ της Πόλεως τα κάλλη,
στενάζω και οδύρομαι και τύπτω εις το στήθος,
κλαίω και χύνω δάκρυα μεθ’ οιμωγής και μόχθου.
Ο κόσμος της Αγιάς Σοφιάς, τα πέπλα της Τραπέζας
της παναγίας, της σεπτής, τα καθιερωμένα, (110)
τα σκεύη τα πανάγια και πού να καταντήσαν;
Άρ’ έβλεπεν ο άγγελος, ως ήτον τεταγμένος,
όστις και έταξεν ποτέ του πάλαι νεανίσκου;
Είπεν γαρ «ούκ εξέρχομαι έως ότου να έλθης»
Ο νεανίας έρχεται, ο άγγελος απήλθεν· (115)
ουχί εκείνος ο ποτέ παίδας των εκτητόρων,
αλλ’ άλλος παίδας έφθασε, πρόδρομος Αντιχρίστου,
και Άγγελοι και Άγιοι πλέον ού βοηθούσι. (118)