Ο άγιος Βασίλης, σαν περάσανε τα Χριστούγεννα, πήρε το
ραβδί του και γύρισε σ” όλα τα χωριά, να δει ποιος θα τον γιορτάσει με καθαρή
καρδιά. Πέρασε από λογιών -λογιών πολιτείες κι από κεφαλοχώρια, μα σ όποια
πόρτα κι αν χτύπησε δεν του ανοίξανε, επειδή τον πήρανε για διακονιάρη. Κι
έφευγε πικραμένος, γιατί ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από τους ανθρώπους, μα ένοιωθε
το πόσο θα πονούσε η καρδιά κανενός φτωχού από την απονιά που του δείξανε
κείνοι οι άνθρωποι.
Μια μέρα έφευγε από ένα τέτοιο άσπλαχνο χωριό, και πέρασε
από το νεκροταφείο, και είδε τα κιβούρια πως ήτανε ρημαγμένα, οι ταφόπετρες
σπασμένες κι αναποδογυρισμένες, και τα νιόσκαφτα μνήματα ήταν σκαλισμένα από τα
τσακάλια. Σάν άγιος που ήταν, άκουσε πως μιλούσανε οι πεθαμένοι και λέγανε:
«Τον καιρό που είμαστε στον απάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι αφήσαμε
πίσω μας παιδιά και εγγόνια να μας ανάβουνε κανένα κερί, να μας καίγουνε λίγο
λιβάνι μα δεν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπά στο κεφάλι μας να μας διάβασει
παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρά σαν να μην αφήσαμε πίσω μας κανέναν». Κι ο
άγιος Βασίλης πάλι στεναχωρήθηκε και είπε: «Τούτοι οι χωριάτες ούτε σε ζωντανό
δε δίνουνε βοήθεια, ούτε σε πεθαμένο», και βγήκε από το νεκροταφείο, και
περπατούσε ολομόναχος μέσα στα παγωμένα χιόνια.
Παραμονή της πρωτοχρονιάς έφταξε σε κάτι χωριά που
ήταν τα πιο φτωχά ανάμεσα στα φτωχοχώρια, στα μέρη της Ελλάδας. Ο παγωμένος
αγέρας βογκούσε ανάμεσα στα χαμόδεντρα και στα βράχια, ψυχή ζωντανή δεν
φαινότανε, νύχτα πίσσα! Είδε μπροστά του μια ραχούλα, κι από κάτω της ήταν μια
στρούγκα τρυπωμένη. Ο άγιος Βασίλης μπήκε στη στάνη και χτύπησε με το ραβδί του
την πόρτα της καλύβας και φώναξε «Ελεήστε με, τον φτωχό, για την ψυχή των
αποθαμένων σας κι ο Χριστός μας διακόνεψε σε τούτον τον κόσμο!». Τα σκυλιά
ξυπνήσανε και χυθήκανε απάνω του, μα σαν πήγανε κοντά του και τον μυριστήκανε,
πιάσανε και κουνούσανε τις ουρές τους, και πλαγιάζανε στα ποδάρια του και
γρούζανε παρακαλίστικα και χαρούμενα.
Απάνω σ' αυτά, άνοιξε η πόρτα και βρήκε ένας τσοπάνης,
ως εικοσιπέντε χρονών παλικάρι, με μαύρα στριφτά γενιά, ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος,
άνθρωπος αθώος κι απελέκητος, προβατάνθρωπος, και πριν να καλοϊδεί ποιος
χτύπησε, είπε: «Έλα, έλα μέσα. Καλή μέρα, καλή χρονιά!».
Μέσα στο
καλύβι έφεγγε ένα λυχνάρι, κρεμασμένο από πάνω από μια κούνια, που ήταν δεμένη σε
δυο παλούκια. Δίπλα στο τζάκι ήταν τα στρωσίδια τους και κοιμότανε η γυναίκα
του Γιάννη. Αυτός, σαν εμπήκε μέσα ο άγιος Βασίλης, και είδε πως ήταν
γέρος σεβάσμιος, πήρε το χέρι του και τ΄ ανεσπάσθηκε και είπε: «Να ’χω την ευχή
σου γέροντα», και το έλεγε σαν να τον γνώριζε κι από πρωτύτερα, σα να ’τανε
πατέρας του. Και κείνος του είπε: «Βλογημένος νά ’σαι, εσύ κι όλο το σπιτικό
σου, και τα πρόβατα σου η ειρήνη του Θεού νά ’ναι απάνω σας!» Σηκώθηκε και
η γυναίκα και πήγε και προσκύνησε και εκείνη τον γέροντα και φίλησε το χέρι του
και τη βλόγησε.
Κι ο άγιος Βασίλης ήτανε σαν καλόγερος ζητιάνος, με
μια σκούφια παλιά στο κεφάλι του, και τα ράσα του ήτανε τριμμένα και μπαλωμένα
και τα τσαρούχια του τρύπια, και είχε και ένα παλιοτάγαρο αδειανό. Ο
Γιάννης ο Βλογημένος έβαλε ξύλα στο τζάκι. Και παρευθύς, φεγγοβόλησε το καλύβι
και φάνηκε σαν παλάτι. Και φανήκανε τα δοκάρια, σα νά ’τανε
μαλαμοκαπνισμένα, και οι πήτιες που ήτανε κρεμασμένες φανήκανε σαν καντήλια,
και οι καρδάρες και τα τυροβόλια και τ” άλλα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης,
γινήκανε σαν ασημένια, και σαν πλουμισμένα με διαμαντόπετρες φανήκανε, και τ’
άλλα, τα φτωχά τα πράγματα πού ’χε μέσα στο καλύβι του ο Γιάννης ο
Βλογημένος. Και τα ξύλα που καιγόντανε στο τζάκι τρίζανε και λαλούσανε σαν
τα πουλιά που λαλούνε στον παράδεισο, και βγάζανε κάποια ευωδία πάντερπνη. Τον
άγιο Βασίλη τον βάλανε και έκατσε κοντά στη φωτιά και η γυναίκα τού ’θεσε
μαξιλάρια ν’ ακουμπήσει. Κι ο γέροντας ξεπέρασε το ταγάρι του από το λαιμό και τό
’βαλε κοντά του, και έβγαλε και το παλιόρασο του κι απόμεινε με το ζωστικό του.
Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε κι άρμεξε τα πρόβατα μαζί με τον παραγιό του,
και έβαλε μέσα στην κονιφίδα τα νιογέννητα τ’ αρνιά, κι ύστερα χώρισε τις
ετοιμόγεννες προβατίνες και τις κράτησε στο μαντρί, κι ο παραγιός τά ’βγαλε τ’
αλλα στη βοσκή. Λιγοστά ήτανε τα ζωντανά του, φτωχός ήτανε ο Γιάννης, μα ήτανε
Βλογημένος. Κ’ είχε μια χαρά μεγάλη, σε κάθε ώρα, μέρα και νύχτα, γιατί ήτανε
καλός άνθρωπος και είχε και καλή γυναίκα, κι όποιος λάχαινε να περάσει από την
καλύβα τους, σαν να” τανε αδελφός τους, τον περιποιόντανε.
Για τούτο κι ο άγιος Βασίλης κόνεψε στο σπίτι τους,
και κάθισε μέσα, σα νά ’τανε δικό του σπίτι, και βλογηθήκανε τα θεμέλια του.
Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα
χωριά της Οικουμένης, οι αρχόντοι, οι δεσποτάδες και οι επίσημοι άνθρωποι μα
εκείνος δεν πήγε σε κανέναν, παρά πήγε και κόνεψε στο καλύβι του Γιάννη του
Βλογημένου.
Το λοιπόν, σαν σκαρίσανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και
λέγει στον άγιο: «Γέροντα, έχω χαρά μεγάλη. Θέλω να μας διαβάσεις τα
γράμματα τ’ Αη-Βασίλη. Εγώ είμαι άνθρωπος αγράμματος, μα αγαπώ τα γράμματα
της θρησκείας μας. Έχω και μια φυλλάδα από έναν γούμενο αγιονορίτη, κι όποτε
τύχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τον βάζω και μου διαβάζει από μέσα
την φυλλάδα, γιατί δεν έχουμε κοντά μας εκκλησία».
Έπιασε και θαμπόφεγγε κατά το μέρος της ανατολής. Ο
άγιος Βασίλης σηκώθηκε και στάλθηκε κατά την ανατολών και έκανε το σταυρό του,
υστέρα έσκυψε και πηρέ μια φυλλάδα από το ταγάρι του, και είπε: «Ευλογητός
ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Κι ο Γιάννης
ο Βλογημένος πήγε και στάλθηκε από πίσω του, κ” η γυναικά βύζαξε το μωρό και
πήγε και κείνη και στάλθηκε κοντά του, με σταυρωμένα χεριά. Κι ο άγιος Βασίλης
είπε το «Θεός Κύριος» και τ’ απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως
ανθρωπίνην προσέλαβες», δίχως να πει και το δικό του το απολυτίκιο που λέγει:
«Εις πάσαν την γήν εξήλθεν ο φθόγγος σου». Η φωνή του ήτανε γλυκεία και
ταπεινή, κι ο Γιάννης και η γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ας μην
καταλαβαίνανε τα γράμματα. Και είπε ο άγιος Βασίλης όλον τον Όρθρο και τον
Κανόνα της Εορτής: «Δεύτε λαοί άσωμεν άσμα Χριστώ τω Θεώ» χωρίς να πεί το δικό
του τον Κανόνα, που λέγει: «Σού την φωνήν έδει παρείναι ,
Βασίλειε». Και ύστερα είπε όλη τη λειτουργία και έκανε απόλυση και τους
βλόγησε. Και σαν καθήσανε στο τραπέζι και φάγανε και αποφάγανε, έφερε η γυναίκα
τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά.
Κι ο άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη
βασιλόπιτα, και είπε:
- «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου
Πνεύματος».
Και έκοψε το πρώτο κομμάτι και είπε: «Του Χριστού».
Και ύστερα είπε: «Της Παναγίας».
Και ύστερα είπε: «του νοικοκύρη Γιάννη του
Βλογημένου».
Του λέγει ο Γιάννης:
- «Γέροντα, ξέχασες τον αη-Βασίλη!».
Του λέγει ο άγιος:
«Ναί καλά!» και ύστερα λέγει:
- «Του δούλου του Θεού, Βασιλείου».
Και ύστερα λέγει πάλι:
- «Του νοικοκύρη, της νοικοκυράς, του παιδιού, του
παραγιού, των ζωντανών, των φτωχών».
Τότε λέγει στον άγιο ο Γιάννης ο Βλογημένος:
- «Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;»
Του λέγει ο άγιος:
- «Έκοψα, Βλογημένε!».
Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα ο μακάριος.
Και ύστερα, σηκώθηκε όρθιος ο άγιος Βασίλειος και είπε
την ευχή του:
- «Κύριε ο Θεός μου, οίδα ότι ούκ ειμί άξιος, ουδέ
ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου».
Και είπε ο Γιάννης ο Βλογημένος:
- «Πες μου, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, σε ποια
παλάτια άραγες πήγε σαν απόψε ο άγιος Βασίλης; Οι αρχόντοι και οι βασιλιάδες τί
αμαρτίες νά ’χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί, επειδής η φτώχεια μάς
κάνει να κολαζόμαστε».
Κι ο άγιος Βασίλης δάκρυσε και είπε πάλι την ευχή,
αλλιώτικα: - «Κύριε, ο Θεός μου, οίδα ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς
εστίν άξιος και ικανός ίνα υπό την στέγην του εισέλθης. Ότι νήπιος υπάρχει και
τα μυστήριά Σου τοις νηπίοις αποκαλύπτεται».
Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο μακάριος, ο
Γιάννης ο Βλογημένος.