Για τα λαοφίλητα εγκώμια της Μ. Παρασκευής λίγα λόγια και δυό τρία βιντεοτράγουδα.
Inni del Venerdi΄ santo; cantanti greci che cantano gli Encomii
(+ una poesia di Varnalis)
Το ότι τα Εγκώμια της Μ. Παρασκευής είναι ένα βαθύ και γνήσιο βίωμα για τις γενιές διαχρονικά των ρωμιών ανα την ελληνορθόδοξη οικουμένη, είναι ένα γεγονός που φαίνεται αυταπόδεικτα από εκατοντάδες πλευρές. Φτάνει να κάνη κανείς μια έρευνα στχετικά με την απήχησι που έχουν τα τροπάρια αυτά στην Νεοελληνική μας λογοτεχνική (ποιητική πρωτίστως, αλλά και πεζογραφική) παράδοσι. Από τον Ελύτη μέχρι τον Μυριβήλη η νεοελληνική ποίησι απηχεί όχι μόνο επιδράσεις από την εκκλησιαστική μας (ή αλλιώς και βυζαντινή) πνευματική-θρησκευτική παράδοσι, μέσα από το θαυμαστό πολιτιστικό φαινόμενο της υμνογραφίας, αλλά και απ’ ευθείας από τις ακολουθίες της Μ. Εβδομάδος και μάλιστα τα Εγκώμια της Μ. Παρασκευής.
Λογικό, αφού ο ελληνικός λαός ταυτιζόμενος με την θρησκευτική του παράδοσι και ζώντας με βαθειά συγκίνησι τα δρώμενα της Μεγάλης Εβδομάδος με το πέρασμα από τον θάνατο (με την βεβαιότητά του) στην Ανάστασι (με το σωτηριώδες της Θαύμα των θαυμάτων) έχει αγαπήση ιδιαίτερα κάποια έτσι κι αλλιώς αριστουργηματικά υμνογραφικά κομμάτια, σαν αυτά τα τροπάρια και τους ύμνους της Μ. Παρασκευής.
Δίπλα στην κυρίαρχη μορφή του Εσταυρωμένου Σωτήρα και το ασύλληπτο όσο και συγκλονιστικό πάθος Του, είναι καταλυτική για τον συναισθηματισμό του λαού μας η παρουσία της Θεοτόκου Παναγίας. Η μορφή και το πάθος της Μάνας δεν συγκινεί λιγότερο τον αιώνιο Έλληνα που κρύβεται (ακόμα και με τις καταβολές της Δήμητρας ή του Άδωνι) στην καρδιά του καθενός μας.
Η Παναγία ως μία μάνα που κλαίει και θρηνεί το Μονογενή της με συντριβή, αλλά εν σιωπή και καρτερία μέσα στο χρυσό φώς της πίστης στην ορθόδοξη εικονογραφία, στην υμνογραφία της ημέρας παρουσιάζεται να αναρωτιέται σπαρακτικά φωνάζοντας μέσα από τον μητρικό της πολύδακρυ θρήνο: «πώς να σε κηδεύσω, Γιέ μου;» και να θρηνωδεί γοερώς (μάλιστα κάποιες στιγμές δεν φαίνεται καθαρά η παρηγοριά της Ελπίδας) : «αλίμονο, φώς του κόσμου, αλίμονο φώς δικό μου…», «ώ χαρά μου, πώς ν΄ αντέξω την τριήμερη ταφή σου; Σπαράζουν τώρα τα μητρικά μου σπλάχνα». Στην ίδια πρώτη στάσι των Εγκωμίων, η Θεόνυμφος Παρθένος αναζητά (κραυγάζουσα) «νερό και πηγές δακρύων» για να κλάψη τον αγαπημένο της Υιό, ενώ ως Μητέρα του Θεού μας, καλεί όλη την φύσι (βουνά και μακρυνά δάση) και των ανθρώπων όλο το πλήθος να κλάψουν όλοι και όλα μαζί της.
Στην δεύτερη στάσι πάλι παρουσιάζεται η Σεμνή Μητέρα να αναφωνεί: «Χωρίς πόνο μόνη από τις γυναίκες Σε γέννησα, / αφόρητες ωδίνες σαν να γεννάω τώρα υποφέρω» , κι αλλού «Άσχημα πληγώθηκα, Λόγε, τα σπλάχνα μου σπαράζουν, / βλέποντας, αλίμονο, την άδικη σφαγή Σου». Κι όταν Τον είδε στον Σταυρό να τον σηκώνουν, ένα φαρμακωμένο βέλος την καρδιά της τρυπάει: «Εσένα τον γλυκασμό του σύμπαντος η Μάνα, σαν είδε / ξίδι και χολή αντί για το μάννα να σου δίνουν / με δάκρυα έβρεχε πικρά τα μάγουλά της»...
Αλλά η κορύφωσι έρχεται στην τρίτη στάσι των εγκωμίων. Εκεί όπου η Πάναγνη, σαν μια οποιαδήποτε μητέρα («μητροπρεπώς») θρηνεί:
«Ώ γλυκιά μου άνοιξι, γλυκύτατο παιδί μου, / πού πήγε κι έδυσε η ομορφιά σου;»
Σαν μια οποιαδήποτε νεαρή γυναίκα, «Κόρη», χύνει καυτά δάκρυα και με έναν πόνο-σφάχτη στα σπλάχνα ανακράζει:
«΄Ω, φώς των οφθαλμών μου, γλυκύτατο παιδί μου, πώς μπαίνεις μές στον τάφο;»
Για νά ‘ρθη η απάντησι (πάντα κατά τον υμνωδό) από τον οικτίρμονα Σωτήρα προς την Μητέρα Του: «Τον Αδάμ και Εύαν ελευθερώσαι, Μήτερ, μη θρήνει, ταύτα πάσχω»!
.................................................
Από την άλλη, είναι γνωστό πως κάποιοι λαϊκοί μας τραγουδιστές αρέσκονται (κι όχι μόνο για λόγους εμπορικότητας) να ψάλλουν, ενώ και ψάλτες κατηγορούνται (όχι πάντα κακεντρεχώς) από ομοτέχνους τους πως …τραγουδάνε!
Να υπογραμμίσουμε μόνο την αναγνωρισμένη κοινή βάσι επάνω στην οποία στηρίζεται η εθνική μουσική μας παράδοσι. Αρχαία ελληνική μουσική, βυζαντινή μουσική και δημοτικό (στην αρχή) ή λαϊκό (αργότερα) τραγούδι έχουν κοινό παρονομαστή και διαπνέονται από την ίδια μουσική αντίληψι. Όπως και η γλώσσα έτσι και η μουσική του λαού μας διακρίνεται από μια αδιάσπαστη συνέχεια!
Κλείνουμε την ανάρμοστη και με την σοβαρότητα της ημέρας πολυλογία μας, με μερικά αναπάντεχα δείγματα ψαλτικής δεινότητας δημοφιλών λαϊκών τραγουδιστών μας και ένα μελοποιημένο ποίημα ενός μεγάλου νεοέλληνα ποιητή. Στα δύο πρώτα βίντεο με τα ψαλσίματα των Εγκωμίων, διαλέξαμε κάτι λιγώτερο γνωστό από τις αντίστοιχες περιπτώσεις δημοφιλέστατων στον ελληνισμό της γενιάς μας τραγουδιστών (λ.χ. : τον Πέτρο Γαϊτάνο η την Γλυκερία): τον Ξυλούρη παρέα με τον Μητσιά και τον Βασ. Παπακωνσταντίνου με την Ελένη Βιτάλη.
Στο τελευταίο βίντεο ακούμε τον αγαπημένο βάρδο του ιστολογίου Νίκο Ξυλούρη να ερμηνεύει σε μουσική Λουκά Θάνου το ποίημα του Κ. Βάρναλη Οι πόνοι της Παναγίας:
1.Nikos Xylouris, Manolis Mitsias - I zoi en tafo (1977)
2.Βασίλης Παπακωνσταντίνου και Ελένη Βιτάλη ψέλνουν εγκώμια
3. ΞΥΛΟΥΡΗΣ - ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ (Κ.Βάρναλη)
Ανάστηθι...!
ΥΓ Να μην ξεχάσουμε και το πλήρες ποιητικό κείμενο του Κώστα Βάρναλη:
Οι πόνοι της Παναγιάς
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
Συ θα ‘χεις μάτια γαλανά, θα 'χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή και από κακό καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ’ υστέρα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι...
Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σου χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μη την πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
- Ω! πώς βελαζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσιο...-
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου