Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2023

Αναδημοσιεύοντας έναν «Λόγο για τους τρεις Ιεράρχες» χωρίς το νί και το σίγμα...

 Ο δυσνόητος τίτλος δια χειρός διαχειριστού θέλει να πει, (ίσως και προκλητικώ τω τρόπω), πως το κείμενο αναδημοσιεύεται ως έχει απο την πηγή του (βλ. κάτω). Κείμενο γενικά καλογραμμένο μεν κατα το περιεχόμενο (και αυτό βεβαίως είναι το μείζον), αλλά με κάποιες μορφολογικές ατέλειες (συν 2-3 ορθογραφικά) που τις αφήσαμε απείραχτες. Πιο χαρακτηριστική για τα "γούστα" μας (και όχι μόνο), η σχολικά ορθή και εκδοτικά "μοδάτη", αλλά για εμάς τους μή "κριαρικούς ", εμμονική τάσι για απαλοιφή του τελικού ν στο αρσενικό άρθρο. Η και άλλως πως (ποιητική αδεία) ονομασθείσα "γενοκτονική"!

................................................

Λόγος στους Τρεις Ιεράρχες

 

1. Η καθιέρωση του κοινού εορτασμού.

Η καθιέρωση του κοινού εορτασμού των Τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ως οικουμενικών διδασκάλων της Εκκλησίας ανάγεται στον ια΄ αιώνα, πιθανώς επί της Βασιλείας Αλεξίου του Κομνηνού. Για τον κοινό εορτασμό τους παρουσιάζονται στους Συναξαριστές δύο πιθανές εξηγήσεις.

Η πρώτη και πιο γνωστή εκδοχή είναι, ότι αποφασίστηκε ο συνεορτασμός τους από την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως για να δοθεί τέλος σε μια φιλονικία που ξέσπασε ανάμεσα στους λογίους της εποχής σχετικά με το ποιος από τους τρεις Πατέρες είναι ο σημαντικότερος. Οι λόγιοι της εποχής είχαν χωριστεί σε τρεις παρατάξεις. Σύμφωνα με την παράδοση οι τρεις άγιοι παρουσιάστηκαν σε όραμα στον επίσκοπο Ευχαϊτών Ιωάννη Μαυρόποδα και τον πρόσταξαν να καθιερώσει την τέλεση της κοινής μνήμης τους, ώστε να πάψουν οι διαμάχες.

Η δεύτερη εκδοχή έχει ως εξής: η Εκκλησία των Ιεροσολύμων ήδη από πολύ νωρίς συνεόρταζε τη μνήμη των τριών Αγίων μαζί με άλλους Πατέρες της Εκκλησίας, το Μεγάλο Αθανάσιο και το Γρηγόριο Νύσσης. Πιθανολογείται, λοιπόν, ότι η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως ακολούθησε την προαναφερόμενη ιεροσολυμητική διάταξη, προβάλλοντας την τριάδα των Αγίων εκείνων που το έργο τους υπήρξε το θεμέλιο της πνευματικής της ζωής. άλλωστε, το τυπικό και γενικότερα τα λειτουργικά έθιμα των Ιεροσολύμων, ασκούσαν πάντοτε επιρροή στην Εκκλησία της πρωτεύουσας.

Ως εορτή των ελληνικών γραμμάτων καθιερώθηκε επισήμως από τη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου Αθηνών το ακαδημαϊκό έτος 1843‐4.

Η σχέση των τριών ανδρών με την πόλη των Αθηνών ήταν στενή, αφού σύμφωνα με τη συναξαριστική τους παράδοση υπήρξε σημαντικός σταθμός στη μόρφωσή τους.

2. Η εποχή μας.

Τη μνήμη τους εορτάζουμε και σήμερα διδάσκοντες και διδασκόμενοι της ελληνικής εκπαίδευσης. όμως, ποια είναι αλήθεια στην εποχή μας η σημασία της μνήμης των τριών Ιεραρχών;

Σήμερα ζούμε καθώς λέγεται σε μία εποχή παγκοσμιοποίησης, δηλαδή σε ένα κόσμο που οι οικονομικές και πολιτισμικές επαφές των λαών χάρη στην τεχνολογική ανάπτυξη έχουν συντελέσει στο να αισθάνονται οι άνθρωποι (κυρίως των ανεπτυγμένων χωρών) πολίτες του κόσμου. Η επιστήμη κατόρθωσε να αυξήσει σημαντικά το μέσο όρο και την ποιότητα ζωής. Πολλοί, όμως, μιλούν για κρίση ή και παντελή ακόμα έλλειψη αξιών.Τα υπαρξιακά και κοινωνικά ερωτήματα που αποτελούν διαχρονικά προβλήματα του ανθρώπου σήμερα εντείνονται.

Ο διαπρεπής κοινωνιολόγος Aντονι Γκίντενς στο βιβλίο του «Ο κόσμος των ραγδαίων αλλαγών» παρατηρεί: «Καθώς σε παγκόσμιο επίπεδο η επιρροή της παράδοσης και του εθίμου περιορίζεται… και η παράδοση εξασθενεί και κυριαρχεί η επιλογή του τρόπου ζωής, ο εαυτός δεν εξαιρείται. Η ταυτότητα του εαυτού πρέπει να δημιουργηθεί και να αναδημιουργηθεί πάνω σε μια πιο ενεργητική βάση απ’ ό,τι προηγουμένως». Στο πρόβλημα της αναζήτησης ταυτότητας και της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην άκριτη αποδοχή του νέου και τη δογματική άρνηση αυτού καταλήγει ο συγγραφέας, ότι η ανοχή και ο διάλογος σε ένα κόσμο παγκοσμιοποίησης θα πρέπει να καθοδηγούνται από οικουμενικές αξίες. Οι ηθικές δεσμεύσεις είναι απαραίτητες. Αραγε, ποιο πρότυπο ανθρώπου προτείνει η παγκοσμιοποιημένη κοινωνία;

Για να δώσουμε μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να σκεφτούμε, τι προσδοκίες έχει η κοινωνία από τον άνθρωπο, τι είδους παιδεία του προσφέρει.

Η παιδεία με την ευρεία έννοια της ανατροφής, της αγωγής, η οποία σήμερα έχει ξεφύγει από την αποκλειστική επιρροή και τον έλεγχο των παραδοσιακών φορέων της, (της οικογένειας, του σχολείου και της Εκκλησίας ), καθώς και με τη στενή έννοια της εκπαίδευσης σχολικής – επαγγελματικής, στο μεγαλύτερό της φάσμα εκπαίδευση εξειδίκευσης, συχνά δε δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα ψυχικής και πνευματικής καλλιέργειας. Δεν του παρέχει τα ερεθίσματα να γνωρίσει τον εαυτό του και τον κόσμο, αλλά καλλιεργεί μονομερώς κάποιες εκμεταλλεύσιμες δεξιότητές του.

Ο άνθρωπος γίνεται μία παραγωγική μονάδα στη διαδικασία εξυπηρέτησης υλικών συμφερόντων και αποτιμάται με το χρήμα και το κύρος που του προσφέρουν οι τίτλοι. Επίσης, αδυνατεί να διακρίνει τηνπραγματική αξία μέσα στο χάος των επιλογών, αφού στερείται προσανατολισμού και κριτηρίων. έτσι το όλον χάνεται για χάρη του μέρους και ο άνθρωπος ως φύση δεν κατορθώνει να γίνει πρόσωπο.

3. Η εποχή των τριών ιεραρχών.

Οι τρεις ιεράρχες έζησαν και έδρασαν στο β’ μισό του 4ου αιώνα, την εποχή της ύστερης αρχαιότητας. Η περίοδος αυτή παρουσιάζει πολλά κοινά με τη σημερινή εποχή.

Το μεγαλύτερο μέρος του τότε γνωστού κόσμου συγκροτούσε τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ένα ουσιαστικά πολυεθνικό και πολυπολιτισμικό κράτος που παραλληλίζεται με τον κόσμο της σημερινής εποχής και θεωρείται πρόδρομος αυτής. Οι ιστορικοί τονίζουν ιδιαίτερα το ρόλο του μεγάλου Αλεξάνδρου και των Διαδόχων του στην πολιτισμική ενοποίηση των γνωστών λαών της εποχής. Τότε όπως και σήμερα σημειώθηκε μια συνάντηση των πολιτισμών. Με κυρίαρχη την ελληνική γλώσσα πραγματοποιήθηκε μια ραγδαία πρόοδος στα γράμματα και τις επιστήμες και μια πολιτισμική ενοποίηση της Ανατολικής κυρίως Μεσογείου. Το μόρφωμα αυτό που καλείται ελληνιστικός πολιτισμός συνεχίστηκε και προωθήθηκε από τη ρωμαϊκή διοίκηση η οποία ουσιαστικά είχε εξελληνιστεί.

Η ανάπτυξη του εμπορίου, οι μετακινούμενες ομάδες, τα λιμάνια, τα εμπορικά κέντρα είχαν ήδη δημιουργήσει ένα κλίμα συνύπαρξης και ισότητας των λαών της αυτοκρατορίας.

Οι παραδοσιακές κοινωνικές ομάδες, όπως η οικογένεια και η φυλή διέρχονταν μεγάλη κρίση. Οι κοινωνικές αυτές αλλαγές, η πληθώρα των αντιλήψεων, η συνύπαρξη του παραδοσιακού με το καινούριο, η μοναξιά των μεγαλουπόλεων είχαν δημιουργήσει ένα κόσμο σύγχυσης. Οι πολίτες αγωνιούσαν μέσα από ένα κυκεώνα προβλημάτων να βρουν την ταυτότητα τους.

Οι άγιοι της Εκκλησίας ήρθαν αντιμέτωποι με τα κοινωνικά, ηθικά και πολιτιστικά διλλήματα και αδιέξοδα της εποχής τους. Κατόρθωσαν, όμως, εμφορούμενοι από τα χριστιανικά ιδανικά και μετέχοντας της ελληνικής παιδείας να ορθώσουν το ανάστημά τους απέναντι σε όλες τις προκλήσεις και αναδειχθούν νικητές.

4. Βιογραφικά στοιχεία.

Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε το 330 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, επίσης, γύρω στο 330 στην Αριανζό της Καππαδοκίας, ενώ ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος στα μέσα του αιώνα στην Αντιόχεια της Συρίας. Και οι τρεις κατάγονταν από επιφανείς οικογένειες. Ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος ήταν γιοί επισκόπων (την εποχή εκείνη δεν είχε ακόμα καθιερωθεί η αγαμία των επισκόπων), ενώ ο Ιωάννης ήταν γιος στρατηγού που έφυγε από τη ζωή όταν ο Ιωάννης ήταν μικρός ακόμα σε ηλικία. Οι μητέρες τους διακρίνονταν για την ευσέβειά τους.

Οι ευκαιρίες και τα ερεθίσματα για μόρφωση στο πολυπολιτισμικό αυτό περιβάλλον ήταν ποικίλα. Μάλιστα, κατά τα μέσα του 4ου αιώνα, η Εκκλησία (ιεραρχία και ποίμνιο) αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό τη δυνατότητα των νέων να λάβουν μία «θύραθεν» παιδεία. έτσι δύο τάσεις κυριαρχούσαν στην Εκκλησία, η περιφρόνηση της θύραθεν παιδείας που ήταν και η ισχυρότερη και η υπερτίμησή αυτής. Οι τρεις, όμως, άνδρες σπούδασαν χωρίς προκατάληψη ό,τι σημαντικότερο πρόσφερε η εποχή τους, σε επίπεδο «θύραθεν» και «χριστιανικών» σπουδών. Αναζήτησαν τη γνώση στα μεγάλα μορφωτικά κέντρα της εποχής, στην Καισαρεία, την Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια, την Αντιόχεια, την Αθήνα. Θαύμαζαν τους έλληνες που με την επιστήμη τους είχαν μελετήσει όλους τους τότε γνωστούς τομείς του επιστητού, γι’ αυτό και έκαναν τη γνώση των Ελλήνων κτήμα τους. Οι ιεράρχες οικειώθηκαν την ελληνική φιλοσοφία για να διατυπώσουν την πίστη της Εκκλησίας αποφεύγοντας τη λεπτομερή σκιαγράφηση του απολύτου όντος με κατηγορίες του κόσμου τούτου. Με τη χρήσης της απέφυγαν και πολέμησαν οποιαδήποτε μυθική κατανόηση της χριστιανικής πίστης που θα υποβίβαζε και θα περιόριζε την περί Θεού αντίληψη της Εκκλησίας σε ένα δημιούργημα της ανθρώπινης φαντασίας. Σε αυτό το σημείο αρκεί να αναφερθεί η ανεκτίμητη συμβολή τους στην αντιμετώπιση της τριαδολογικής – χριστολογικής αίρεσης του Αρειανισμού, μίας προσπάθειας να κατανοηθεί με ορθολογικό τρόπο η Ουσία του Θεού.

Αξιοσημείωτο παράδειγμα εφαρμογής της ελληνικής φιλοσοφίας στη θεολογία της Εκκλησίας είναι η Ευχή της Αναφοράς της Λειτουργίας του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, όπου με αποφατισμό και με την Παρμενίδεια φιλοσοφία του όντος περιγράφεται ο Θεός ως το επέκεινα του κόσμου τούτου:«Συ γαρ ει Θεός ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος, αεί ων, ωσαύτως ων».

Είναι εντυπωσιακό, ότι μετά τις σπουδές και την επάνοδο στην πατρίδα τους δεν αναζήτησαν τα υψηλά κοσμικά αξιώματα που τους εξασφάλιζε η μόρφωσή τους και η αναγνώριση από τους συνανθρώπους τους, αλλά και οι τρεις έφυγαν στην έρημο κι έπειτα έθεσαν τον εαυτό τους στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Και οι τρεις χειροτονήθηκαν επίσκοποι, ο Βασίλειος Καισαρείας της Καππαδοκίας, ο Γρηγόριος και ο Ιωάννης Κωνσταντινουπόλεως. Ως συγγραφείς καλλιέργησαν τα σημαντικότερα είδη του γραπτού λόγου της εποχής τους στα πλαίσια του ποιμαντικού τους έργου.

Η προσφορά τους υπήρξε πολυδιάστατη και αξιόλογη για την εποχή που έζησαν, αλλά και παρακαταθήκη για τις επερχόμενες γενιές. Προσέφεραν και προσφέρουν στην ανθρωπότητα ως μεγάλοι παιδαγωγοί με το γραπτό έργο και το βίο τους, περιγράφοντας αλλά και ενσαρκώνοντας το πρότυπο του «χριστιανού» ανθρώπου.

5. Η αναφορά του ανθρώπου στο Θεό μέσα από τα έργα τους.

Η διδασκαλία τους και οι απόψεις τους πάνω σε θέματα της εποχής τους που απασχολούν και σήμερα την ανθρωπότητα έχουν για το σύγχρονο άνθρωπο μεγάλη παιδευτική αξία.

Το βασικό υπαρξιακό πρόβλημα, αυτό της ανθρώπινης ταυτότητας, δηλαδή της θέσης του ανθρώπου στον κόσμο και της σχέσης του με τον εαυτό του, και το συνάνθρωπο, συνδέεται κατά τους Πατέρες άμεσα με τη σχέση Θεού ‐ ανθρώπου. Η διδασκαλία τους πάνω στο συγκεκριμένο θέμα είναι καθόλα επίκαιρη, αφού αν κάτι απουσιάζει από τη ζωή του σημερινού ανθρώπου, αυτό είναι η ευχαριστιακή αναφορά της ύπαρξής του στο Θεό.

Ο άνθρωπος «ζώον εν εξ αμφοτέρων», μέτοχος «αοράτου τε…και ορατής φύσεως» κατά το Γρηγόριο το Θεολόγο, δημιουργήθηκε από το Λόγο του Θεού και τοποθετήθηκε στον κόσμο ως άλλος «άγγελος», ως «προσκυνητής μικτός». Σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο είναι ο σύνδεσμος του υλικού κόσμου με τον πνευματικό, αφού «διά μὲν γάρ της νοητης ούσίας κοινωνεί ταις άνω δυνάμεσι͵ διά δε της αἰσθητης τοις της γης συνήπται πράγμασι». Δημιουργημένος «κατ΄εικόνα» Θεού και «ομοίωσιν», αυτεξούσιος, έχοντας τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στο καλό και την απουσία του, την αυθεντικότητα και την αμαρτία, τη ζωή και το θάνατο, τέθηκε ο άνθρωπος «επόπτης της ορατής κτίσεως» και «βασιλέας».

Η βασιλεία, η κυριότητα του ανθρώπου στη γη δεν είναι ανεξάρτητη, έχει την αναφορά της «άνωθεν». Η αξιολόγηση από τον άνθρωπο του εαυτού του ή της κτίσεως ως απόλυτης αξίας αποτελεί αμαρτία που φέρνει τον άνθρωπο, επαναλαμβάνοντας κάθε φορά το σφάλμα των προπατόρων, μακριά από την αλήθεια, μακριά από τη ζωή, αντιμέτωπο με το μηδέν.

Η σωστή τοποθέτηση του ανθρώπου απέναντι στη ζωή και τον κόσμο, προϋποθέτει την αναγνώριση του Θεού, του «ποιητή» και «παντοκράτορα» του κόσμου, δηλαδή του Απολύτου. Αυτό επιτυγχάνεται, κυρίως, με την επίγνωση της προσωρινότητας της ζωής. Η μετοχή του ανθρώπου στον υλικό κόσμο, στης «φύσεως τὸ εύτελές» τον διδάσκει τη σχετικότητα του και τον οδηγεί στην ταπείνωση, δηλαδή στη συνειδητοποίηση των ορίων του μέσα στον κόσμο. Γράφει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Γη και σποδὸς ει τέφρα καὶ κόνις͵ καπνός καὶ σκιά͵ χόρτος καὶ άνθος χόρτου. Τοιαύτη φύσει μεγαλοφρονεις͵ ειπέ μοι; Καὶ τί τούτου γένοιτ΄ αν καταγελαστότερον;».

Η σχετική ανθρώπινη ζωή νοηματοδοτείται μόνο κατά τη μετοχή της στην «πηγή της ζωής», το Θεό. Κατά το Μεγάλο Βασίλειο: «Ο δε Θεός͵ ο ποιήσας τον άνθρωπον͵ ή αληθινή εστι ζωή. Ο ουν απολέσας την προς τον Θεον ομοιότητα απώλεσε την προς την ζωην οικειότητα·». Αντιθέτως, «Ο… ομοιωθεὶς τω Θεώ…͵ και της θείας ζωής εκτήσατο πάντως την ομοιότητα͵ εἰς το διηνεκὲς παραμένων τη αϊδίω μακαριότητι». Με τη λύτρωση της ανθρωπότητας δια του Ιησού Χριστού αντικειμενικά προσφέρεται η ευκαιρία για την προσωπική οικείωση του Θεού.

Η δοξολογική σχέση του ανθρώπου με το Θεό χαρίζει στον άνθρωπο την αθανασία, χαρίζει τον Παράδεισο. «῏Ην ποτε ο Αδάμ άνω͵ ού τόπω͵ αλλά τη προαιρέσει», τονίζει ο Μέγας Βασίλειος, για να συνειδητοποιήσουμε, ότι ο παράδεισος ή η κόλαση, η ζωή ή ο θάνατος βρίσκονται σε κάθε αξιολογική μας κρίση.

Η επιλογή της ζωής προϋποθέτει την «εν Κυρίω παιδεία καὶ νουθεσία», που όπως γράφει ο ιερός Χρυσόστομος, αποτελεί «καλλίστη…επιμέλεια»͵ και «γνησία κηδεμονία» . όταν η παιδεία έχει ως σημείο αναφοράς το Θεό, δε δίνει περιθώρια αλαζονείας και αυτοθέωσης. Ο εαυτός, ο συνάνθρωπος, ο περιβάλλον κόσμος, όλα ανάγονται στο Δημιουργό. όταν «ή παιδεία μετάληψις αγιότητός εστι» επιτυγχάνεται η αυτοπραγμάτωση.

Η ανθρωπολογία των Πατέρων είναι δυναμική, ως πορεία από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση, κατευθυνόμενη στα έσχατα. Το παρόν νοηματοδοτείται από το μέλλον. Βλέπουν τον άνθρωπο ως «ζώον ενταύθα οἰκονομούμενον͵ και αλλαχοῦ μεθιστάμενον͵ καὶ πέρας του μυστηρίου τη προς Θεὸν νεύσει θεούμενον».

Με σκοπό, αυτή την αναφορική και εσχατολογική κατεύθυνση του ανθρώπου προς το Θεό και την ένωση μαζί Του, στα πλαίσια του λειτουργικού χωροχρόνου, συνέγραψαν οι άγιοι Βασίλειος και Ιωάννης, πιθανόν και ο Γρηγόριος, τις Ευχές των Λειτουργιών που τελούνται και σήμερα στην Εκκλησία.

6. Η αναφορά του ανθρώπου στο Θεό μέσα από τη ζωή τους.

Δεν είναι, όμως, μόνο το γραπτό έργο των Πατέρων που μας διδάσκει για τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο και τη σχέση αυτού με το Θεό, αλλά και η ζωή τους. Στη ζωή τους έκαναν πράξη πιστά όσα διακύρρηξαν. Η αναφορά της ίδιας της ύπαρξής τους στο Θεό, εκφράστηκε μέσω της συνέπειας Λόγων και έργων. Ταύτισαν την Ορθοδοξία με την Ορθοπραξία.

Σημαντική υπήρξε η φιλανθρωπική τους δράση. Μάλιστα, ο Μέγας Βασίλειος οραματίστηκε και προσπάθησε να πραγματοποιήσει την οργάνωση της κοινωνίας των μοναχών, αλλά και των κοσμικών με πρότυπο την πολιτεία των Αγγέλων. έτσι, με σκοπό την αγαπητική συνύπαρξη των ανθρώπων, οργάνωσε την κοινοβιακή μοναστική ζωή και έκτισε τη «Βασιλειάδα», ένα συγκρότημα ευαγών ιδρυμάτων.

Χαρακτηριστική είναι η στάση των Ιεραρχών απέναντι στην κοσμική εξουσία που επεδίωκε να κατευθύνει την Εκκλησία προς όφελός της.Για τον αγώνα υπέρ της ορθής πίστης ο Μέγας Βασίλειος πολεμήθηκε σφοδρά από τον αρειανόφρονα αυτοκράτορα Ουάλη. Η απάντηση του Αγίου στις απειλές του απεσταλμένου του αυτοκράτορα, επάρχου Μοδέστου, καθιστά το Βασίλειο πρότυπο χριστιανού:

«Πύρ δε και ξίφος και θήρες και οι τας σάρκας τέμνοντες όνυχες͵ τρυφή μαλλον ήμίν είσιν η κατάπληξις».

«ου δε Θεός το κινδυνευόμενον και προκείμενον͵ ταλλα περιφρονούντες͵ προς αύτον μόνον βλέπομεν».

Καμία υποχώρηση ή παραχώρηση δε χωρά όταν το κριτήριο είναι η Αλήθεια.Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος αν και γεύτηκε πολλές απογοητεύσεις κάποτε και από φορείς της ίδιας της Εκκλησίας και οι αρειανόφρονες αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν, δεν υποχώρησε και δε δίστασε μέχρι το τέλος της ζωή του να στηρίζει την Ορθοδοξία.

Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αποτελεί ίσως την τραγικότερη μορφή όλων. Ασκώντας κριτική στα κακώς κείμενα της εποχή του ήρθε σε σύγκρουση με την αυτοκράτειρα Ευδοξία η οποία τον εδίωξε αδυσώπητα. Καθαιρέθηκε και μετά από πολλές ταλαιπωρίες πέθανε στην εξορία.

7. Επίλογος.

Οι Τρεις Ιεράρχες μέσα από τη ζωή και το έργο τους μας διδάσκουν και μας προσφέρουν το διαχρονικό πρότυπο ανθρώπου, εκείνο του Αγίου.Σημαντικό τους επίτευγμα ήταν ο εκλεκτικισμός τους, η χρήση της φιλοσοφίας και της γλώσσας της εποχής τους ως δομικού υλικού της αλήθειας της Εκκλησίας, ως μέσου παιδαγωγίας και προσέγγισης του ανθρώπου. Η γνώση για τους Πατέρες ήταν το μέσο για την αύξηση της εμπειρίας της αλήθειας με τη δύναμη του Αγιοπνευματικού φωτισμού και όχι ο σκοπός. Δεν προσκολληθήκαν στη γνώση αυτή καθαυτή, αλλά την είδαν χρηστικά για το καλό του ανθρώπου.

Ο σκοπός της παιδείας για τους Πατέρες δεν περιορίζεται στη γνώση και την εξειδίκευση, αλλά είναι η σωστική πορεία από το κατ’ εικόνα προς το καθ’ ομοίωση, προς την εκπλήρωση των δυνατοτήτων του ανθρώπου, των χαρισμάτων του! Η πορεία αυτή της αυτοπραγμάτωσης είναι δυναμικά ανοδική, μία πορεία προς την ομοίωση με το Θεό.

Δεν πρόκειται για κάτι θεωρητικό, αλλά για την ίδια τη ζωή. Η Ορθοδοξία δεν υφίσταται χωρίς την Ορθοπραξία, αφού η θεωρία δεν υφίσταται και είναι κενή αξίας δίχως την πράξη. Ο διαχωρισμός αυτός θεωρίας και πράξης δεν υπήρχε στη ζωή των τριών Πατέρων και γενικότερα στη ζωή των Αγίων της Εκκλησίας.

Ο Ιησούς Χριστός πρόσφερε την υψίστη παιδαγωγία όχι μόνο με το Λόγο Του, το διδακτικό Του έργο, αλλά κυρίως με τη ζωή και τη σταυρική Του Θυσία. Οι Απόστολοι, οι Μάρτυρες, οι Ομολογητές, ο χορός των Αγίων, οι Τρεις Ιεράρχες εντάχθηκαν στο Σώμα της Θριαμβεύουσας Εκκλησίας μιμούμενοι το Θεάνθρωπο, κατά το παύλειο παράγγελμα «μιμηταί μου γίνεσθε͵ καθὼς καγώ Χριστού» (Α΄Κορ. 11,1).

Η παιδεία αφορά την ουσία της ζωής, την καταξίωση του ανθρώπου ως ανθρώπου, την πορεία προς το Θεό, τη θέωση.

«H παιδεία μετάληψις αγιότητός εστι», αυτή είναι η πρόταση των Πατέρων στις προκλήσεις οποιασδήποτε παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας.

 

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: