Για τα Άγια Θεοφάνεια εφέτος ένα ακυκλοφόρητο στο ελληνόφωνο διαδίκτυο ποίημα του δόκιμου, αλλά ελάσσονος, νεοέλληνα λογοτέχνη-ποιητή κατά κύριο λόγο και θεατρικού συγγραφέα, Αριστομένη Προβελέγγιου (1850-1936).
Πρώτη διαδικτυακή κυκλοφορία (ΣΗΜ. Ο διαχειριστής του Νέου Παλαμήδη χρεώνεται ως συγγνωστή παράλειψι την αδυναμία του να πληκτρολογήση το ποιητικό κείμενο στην οφειλόμενη ορθογραφική μορφή: στο πολυτονικό)
Ο θάνατος του ποιητή
Έγυρ’ εκεί στ’ αγαπημένο περιγιάλι
κι αφήκε την πνοή του την στερνή.
Κοντά του η λύρα του. το κύμα παίζει αγάλι
και λάμπουν οι αστροφώτιστοι ουρανοί.
Κι έρχοντ’ από τα βάθη των κυμάτων
και κάθονται τριγύρω του γαλανοφόρες,
του βάλλουν για προσκέφαλο τα γόνατά των
οι αφρογεννημένες Νεροκόρες.
Δέν τον μοιρολογούν, δέν κλαίνε,
ένα τραγούδι μαγεμένο σιγανό,
απ’ τον μυστηριώδη Ωκεανό
στον άψυχο τραγουδιστή των λένε:
«-Είμεθα τα θαλασσινά σου τ’ άσματα,
δικά σου ονείρατα, δικά σου πλάσματα.
Είμεθα εμείς της αρμονίας η ψυχή,
που μέσ’ απ’ τη γλυκειά σου λύρα εχύθη,
σαν νά ‘ρχεται απ’ της θάλασσας τα βύθη,
σαν μέσ’ από τους βράχους ν’ αντηχή.»
Φθάνουν Νεράιδες από λόγγους και βουνά,
αέρινες, μ’ ολόχλωρα στεφάνια,
μ’ αρώματα, παρμέν’ από βοτάνια,
που τα χαϊδεύ’ η πεταλούδα και περνά.
Δέν τον μοιρολογούν, δέν κλαίνε,
άσμα, που μοιάζει σαν ανέμου στεναγμός,
ωσάν βαθύσκιωτης νεροσυρμής μουρμουρισμός
στον άψυχο τραγουδιστή των λένε:
«-Είμεθα του βουνού, του λόγγου τ’ άσματα,
δικά σου ονείρατα, δικά σου πλάσματα.
Είμεθα εμείς της αρμονίας η ψυχή,
που μέσ’ απ’ τη γλυκειά σου λύρα απλώθη,
και μυστικά μέσ’ στα λαγκάδια κλώθει,
και στης πηγής, στου δέντρου το μουρμούρισμ’ αντηχεί.»
Ονειροφάνταστες παρθένες απ’ τα’ αστέρια,
με φωτοβόλα στέφανα στα χέρια,
πλεγμέν’ από του Γαλαξία τις ακτίνες,
έρχονται στον τραγουδιστή κι εκείνες.
Δέν τον μοιρολογούν, δέν κλαίνε,
Η ασύλληπτη, χρυσόπλοκη, αιωνία,
σεραφική των άστρων αρμονία
αυτό είναι το τραγούδι που του λένε:
«-Είμεθα τα υπερκόσμιά σου τ’ άσματα,
δικά σου ονείρατα, δικά σου πλάσματα.
Είμεθα εμείς της αρμονίας η ψυχή,
που μέσ’ απ’ τη γλυκειά σου λύρα εχύθη,
έως στ’ ανεξερεύνητα των άστρων πλήθη,
σαν έκστασις, σαν ύμνος και σαν προσευχή».
Έγυρ’ εκεί στ’ αγαπημένο περιγιάλι
κι αφήκε την πνοή του την στερνή.
Κοντά του η λύρα του. το κύμα παίζει αγάλι
και λάμπουν οι αστροφώτιστοι ουρανοί.
Κι έρχοντ’ από τα βάθη των κυμάτων
και κάθονται τριγύρω του γαλανοφόρες,
του βάλλουν για προσκέφαλο τα γόνατά των
οι αφρογεννημένες Νεροκόρες.
Δέν τον μοιρολογούν, δέν κλαίνε,
ένα τραγούδι μαγεμένο σιγανό,
απ’ τον μυστηριώδη Ωκεανό
στον άψυχο τραγουδιστή των λένε:
«-Είμεθα τα θαλασσινά σου τ’ άσματα,
δικά σου ονείρατα, δικά σου πλάσματα.
Είμεθα εμείς της αρμονίας η ψυχή,
που μέσ’ απ’ τη γλυκειά σου λύρα εχύθη,
σαν νά ‘ρχεται απ’ της θάλασσας τα βύθη,
σαν μέσ’ από τους βράχους ν’ αντηχή.»
Φθάνουν Νεράιδες από λόγγους και βουνά,
αέρινες, μ’ ολόχλωρα στεφάνια,
μ’ αρώματα, παρμέν’ από βοτάνια,
που τα χαϊδεύ’ η πεταλούδα και περνά.
Δέν τον μοιρολογούν, δέν κλαίνε,
άσμα, που μοιάζει σαν ανέμου στεναγμός,
ωσάν βαθύσκιωτης νεροσυρμής μουρμουρισμός
στον άψυχο τραγουδιστή των λένε:
«-Είμεθα του βουνού, του λόγγου τ’ άσματα,
δικά σου ονείρατα, δικά σου πλάσματα.
Είμεθα εμείς της αρμονίας η ψυχή,
που μέσ’ απ’ τη γλυκειά σου λύρα απλώθη,
και μυστικά μέσ’ στα λαγκάδια κλώθει,
και στης πηγής, στου δέντρου το μουρμούρισμ’ αντηχεί.»
Ονειροφάνταστες παρθένες απ’ τα’ αστέρια,
με φωτοβόλα στέφανα στα χέρια,
πλεγμέν’ από του Γαλαξία τις ακτίνες,
έρχονται στον τραγουδιστή κι εκείνες.
Δέν τον μοιρολογούν, δέν κλαίνε,
Η ασύλληπτη, χρυσόπλοκη, αιωνία,
σεραφική των άστρων αρμονία
αυτό είναι το τραγούδι που του λένε:
«-Είμεθα τα υπερκόσμιά σου τ’ άσματα,
δικά σου ονείρατα, δικά σου πλάσματα.
Είμεθα εμείς της αρμονίας η ψυχή,
που μέσ’ απ’ τη γλυκειά σου λύρα εχύθη,
έως στ’ ανεξερεύνητα των άστρων πλήθη,
σαν έκστασις, σαν ύμνος και σαν προσευχή».
Αριστομένης Προβελέγγιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου