Θέλοντας να γιορτάσουμε την χθεσινή (στην εορταστική εκδήλωσι για τον αποκριάτικο χορό μας) αναγγελία από επίσημα χείλη της υποστήριξης της πρωτοβουλίας μας για ίδρυσι Συλλόγου Επιτραπέζιας Αντισφαίρισης στην πόλι μας, δημοσιεύουμε εν είδει αφιερώσεως στον ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟ του Συλλόγου ΆΒΑΞ και ΠΕΣΣΟΙ, Αλέξη Κλαμαρή, (και σε όλα τα μέλη μας που αγαπάνε το επιτραπέζιο αυτό άθλημα) την παρούσα ανάρτησι (την προορίζαμε για τον περασμένο Δεκέμβριο, με τον τίτλο «ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΑ ΑΝΤΙΣΦΑΙΡΙΣΙ: 20 χρόνια Ολυμπιακό άθλημα»,
αλλά η γραφειοκρατική διαδικασία στον σχεδιασμό των θεμάτων μάς είχε αποθαρρύνη πολύ και το αναβάλλαμε):
Η ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΑ ΑΝΤΙΣΦΑΙΡΙΣΙ (ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΙΝΚ ΠΟΝΓΚ) ΣΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ.
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΣΕ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΧΑΚΚΑ - Πρώτη αναφορά σε Ν.Ε. λογοτεχνικό κείμενο.
ΠΡΟΛΟΓΙΚΑ
[ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΑ ΑΝΤΙΣΦΑΙΡΙΣΙ: 20 χρόνια Ολυμπιακό άθλημα]
Η επιτραπέζια αντισφαίρισι είναι ως γνωστόν ένα παιχνίδι και άθλημα με πολύ μεγάλη διείσδυσι στις λαϊκές μάζες, εδώ και τουλάχιστον 3-4 δεκαετίες. Βέβαια δεν ήταν από την αρχή της ύπαρξής του έτσι.
Όμως μετά την Μικρασιατική καταστροφή έρχεται (κι αυτό!) από Πολίτικης καταγωγής πρόσφυγες και μέλη Μικρασιατικών Αθλητικών Συλλόγων και αρχίζει να οργανώνεται και να καλλιεργείται συστηματικά καί στην ελεύθερη ελληνική γή.
Είναι επόμενο, λοιπόν, να έχουμε την αντανάκλασι της παρουσίας του και μέσα στα νεοελληνικά λογοτεχνικά κείμενα, ιδιαίτερα μετά την δεκαετία του 50 οπότε και η σταδιακή εξάπλωσί του στην χώρα μας.
Κι όμως οι αναφορές που έχουμε - είναι η διαίσθησί μας - δεν πρέπει να είναι ανάλογες με την δημοφιλία του.
Η πρώτη –σε γνώσι μου- αναφορά σε ελληνικό λογοτεχνικό κείμενο είναι η παρούσα στο κειμενάκι του Μάριου Χάκκα, που ακολουθεί. Και βέβαια δεν πιστεύω να είναι η μοναδική. Το από το 1901 συνεχώς εξαπλούμενο παιχνίδι σιγά σιγά καί στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, θα έφτασε κάποια στιγμή και στην γνώσι των Ελλήνων λογοτεχνών μας –πολλοί από τους οποίους είχαν και την δυνατότητα με τα ταξίδια στο εξωτερικό ή την εκεί παραμονή και δράσι τους να γνωρίζουν την σύγχρονή τους ευρωπαϊκή ζωή. Ορισμένοι είχαν μάλιστα σχέσεις και με την μεγαλοαστική τάξι. (Για κανα- δυο δεκαετίες από τότε που εμφανίστηκε -δεκαετία του 1890 στην Αγγλία – θα παρέμενε παιχνίδι της αριστοκρατίας σαν την προσομοίωσί του, το τέννις).
Θα περιμέναμε λοιπόν ένα κάποιο ικανοποιητικό ποσοστό αναφορών μέσα στα ποιητικά ή έστω στα πεζογραφικά κείμενα του 20ου αι..
{ Όποιος φίλος έχει κάτι υπ’ όψιν του σχετικά, παρακαλείται να μας το γνωστοποιήση.}
Ιδού, λοιπόν, το ενδιαφέρον διηγηματάκι του Μάριου Χάκκα, όπου τρείς φορές μάλιστα, έχουμε αναφορά για το δημοφιλες επιτραπέζιο παιχνίδι και, βεβαίως, ολυμπιακό (εδώ και μια εικοσαετία) άθλημα του «πίνγκ πόνγκ».
Βίντεο: Ένας Πόντος!!
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Τώρα 2 λόγια για το διήγημα.
Το κείμενο είναι γραμμένο με το γνωστό στυλ του Μάριου Χάκκα ((1931-1972).
Μας μεταφέρει στην στρατιωτική ζωή των εφέδρων νεαρών Ελλήνων αριστερών και
Αναφέρεται επιτιμητικά στην ατμόσφαιρα της εποχής (μάλλον αρχές 10ετία 60) που απηχεί έντονα το ψυχροπολεμικό κλίμα. (Δεν νομίζουμε πως κάποια πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά ιδωμένα στις ΗΠΑ εκείνην την εποχή). [Μιά ατμόσφαιρα ίσως ασφυκτική απο πολιτικής πλευράς, με διωγμούς, ρατσισμό και αποκλεισμούς, αλλά και ιδιαζόντως δημιουργική (σε ατομική και συλλογική δραστηριοποίησι) απο πολιτιστικής πλευράς. Τα λογοτεχνικά ενδιαφέροντα είναι χαρακτηριστικότατο παράδειγμα για την αριστερή μεταπολεμική α΄ και β΄ γενιά]
Πιθανότατα πρόκειται για προσωπική εμπειρία, χωρίς να αποκλείεται και το ενδεχόμενο να είναι μια αναπλασμένη απο τον συγγραφέα σχετική ανάμνησι (ή
βιογραφική λεπτομέρεια) άλλου, γνωστού στον ίδιο προσώπου, από την περίοδο της στρατιωτικής θητείας. Πάντως η γεμάτη πάθος γραφίδα του αριστερών πεποιθήσεων (και αδικοχαμένου πολύ πρόωρα για την σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία μας) ικανώτατου συγγραφέα, κάνει το κείμενο να μοιάζει με προσωπική κατάθεσι .
Διάχυτη στο κείμενο η διάθεσι για σάτιρα .
Με μαεστρία ο Χάκκας καυτηριάζει (με όπλο, αυτό που και αλλαχού στα κείμενά του έχει αποδείξη πόσο ικανός είναι στην χρήσι του, την ειρωνεία) την στρατοκρατική αντίληψι της εποχής του, εστιάζοντας στην μικρόνοια των αξιωματικών και περιβάλλοντας (όπως είναι θεμιτό) με στοργή τον πρωταγωνιστή, στρατιώτη Πολυχρόνη, και τις αγνές εμμέσως ομολογούμενες φιλοκομμουνιστικές αντιλήψεις του.
Το στήσιμο της αφήγησης του περιστατικού είναι ιδιαίτερα απλό, τόσο που θυμίζει τον καμβά αντίστοιχης δομής ανεκδότων με θεματολογία την στρατιωτική επιθεώρησι και το κλίμα αποβλάκωσης και της χιουμοριστικής παρεξήγησης από την ανεγκέφαλη αποστήθισι. (« ... και τα δύο Στρατηγέ μου»!)
Το πινγκ πόνγκ (ως μία δυνατότητα αναψυχής -έστω και με το υπονοούμενο τραπέζι σε άθλια κατά την περιγραφόμενη περίπτωσι κατάστασι- στο στρατόπεδο) αποτελεί αναπόσπαστη λεπτομέρεια του ντεκόρ.
Απο τα θεωρητικά μαθήματα νεοσυλλέκτων λείπει το κεφάλαιο Ιεραρχία.
Επίσης εντυπωσιάζει η απουσία της χρήσης της καθαρεύουσας (και μάλιστα με την συχνή φιλοξενία βαρβαρισμών) από την γλώσσα των στρατιωτικών προσώπων.
(ΕΠΙ)ΚΡΙΤΙΚΗ ΥΠΟΣΗΜΕΊΩΣΙ
Ιδιαίτερη εντύπωσι προξενεί σήμερα η μάλλον λάθος επιλογή παραδείγματος για την
καταδικαζόμενη εθνικιστική υστερία (όπως την εκλαμβάνει ο συγγραφέας) σε βάρος των αδελφών (προς τους ημεδαπούς) κομμουνιστών της Βουλγαρίας:
«Παραδείγματος χάριν: Κεφάλαιο πρώτο: Αρχαία Ελληνική Ιστορία. Ερώτηση πρώτη: Ήταν Έλληνας ή Βούλγαρος ο Μέγας Αλέξανδρος; Και δίπλα η απάντηση: Έλληνας.»
[Η κομμουνιστική αλληλεγγύη δεν είναι η πρώτη φορά που υπερίσχυσε της αληθείας. Και το διεθνιστικό δόγμα, είτε το κομμουνιστικόν εκείνο είτε το πολυπολιτισμικό του επικρατούντος σήμερον –εξ ίσου βδελυρού σε εμάς- σύγχρονου καπιταλισμού, εχθρεύεται εις θάνατον όχι μόνο τον εθνικισμό, αλλά κάθε αντίληψι περι έθνους και πατρίδας.]
Βεβαίως το λανθασμένον της επιλογής αυτού του παραδείγματος από τον Χάκκα, προκύπτει εκ του ασφαλούς, από την εξέλιξι των γεγονότων που μεσολάβησαν έκτοτε. Και σήμερα, πάντως, κάποιοι εγχώριοι, αλλάζοντας λίγο την διατύπωσι, συνυπογράφουν με τους τότε ομοϊδεάτες την πλαστογράφησι κι απαντούν με καμάρι:
- Μακεδόνας! (εννοώντας φυσικά Σκοπιανός). Άσχετο!
Επίσης και η μέχρι ενός σημείου ταύτισι του ταγματάρχη της περιγραφής, με τον Χίτλερ, παραμένει και μετά την ανάγνωσι κάπως αδικαίωτη, αλλά πάντως μετριάζεται από την προηγηθείσα ψυχογραφία του συμπαθούς στον κατατρεγμό του πρωταγωνιστού, και από την επιτυχή συνολικά ειρωνική αφήγησι/χρήσι του λόγου.
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Ένας αγνοημένος φιλέλληνας
του Μάριου Χάκκα
Ο Μέγας Ιεροεξεταστής, ήταν ένας απλός ταγματάρχης. Περιοδεύοντας από τάγμα σε τάγμα, τον παραστέκανε δυο νεαροί λοχαγοί, πλαισιωμένοι κι αυτοί, δεξιά από τον κάθε φορά αλφαδύο αξιωματικό της μονάδας, αριστερά από το βοηθό υπαξιωματικό του ίδιου γραφείου. Και οι πέντε μαζί αποτελούσαν την επιτροπή ηθικής αγωγής, ένα ανώτερο δικαστήριο ψυχών, πενταμελές εφετείο με κατασταλαγμένες απόψεις, τελεσίδικες σκέψεις για το τι είναι εθνικώς επιζήμιο.
Για αίθουσα δικαστηρίου χρησίμευε το καψιμί, ένα λαμαρινένιο τούνελ που ανεμπόδιστα το διαπερνούσε ο βαρδάρης, απ΄ όλες τις μπάντες, συμβάλλοντας σ΄ εκείνη την παγωμένη ατμόσφαιρα που ταιριάζει σε τέτοιους επίσημους χώρους. Στην απαιτούμενη επισημότητα συνέτεινε και η γύμνια του καψιμί. Όλα τα ψυχαγωγικά όργανα, τράπουλες ξεμερντισμένα ποδοσφαιράκια και τάβλι, είχαν εξαφανιστεί μαζί με τα λιγοστά τραπεζάκια και τις σαραβαλιασμένες καρέκλες, αφήνοντας ελεύθερο χώρο για μια διμοιρία εφ΄ ενός ζυγού. – «Κλίνατ΄-επί-δεξιάααα» - πρόσωπο προς το πιτσικαρισμένο πιγκ πογκ, όπου ήταν η έδρα της επιτροπής ηθικής αγωγής μ΄ απλωμένα όλα τα σχετικά έγγραφά της.
― «Ημι-ανάπαυση», κι οι φαντάροι βλέποντας κατευθείαν εμπρός πάνω στα τσίγκια, ακριβώς πίσω από του ταγματάρχη την πλάτη, ξεχώριζαν κρεμασμένη μια ζωγραφιά, κάτι σαν εικόνισμα του Αϊ-Γιώργη, ένα παράξενο κατακόκκινο τέρας με πολλές κεφαλές, κι άλλους τόσους πλοκάμους, ανάμεσα χταπόδι και φίδι. Ένας στρατιώτης με επίσημη σιδερωμένη στολή, στρογγυλά ροδοκόκκινα μάγουλα και τρισευτυχισμένο γελάκι, λόγχιζε το απαίσιο τέρας. Κι από κάτω ένα σύνθημα: «Χτυπάτε τον κομμουνισμό, όπου τον βρείτε».
Η επιτροπή είχε κάνει συστηματικά τη δουλειά της. Έγκαιρα είχε στείλει τις ερωτοαποκρίσεις για να γίνει διδασκαλία μέσα στις μονάδες. Το ερωτηματολόγιο ήταν απλό και οι απαντήσεις απλούστερες, τις περισσότερες φορές μόνο μία λέξη. Παραδείγματος χάριν: Κεφάλαιο πρώτο: Αρχαία Ελληνική Ιστορία. Ερώτηση πρώτη: Ήταν Έλληνας ή Βούλγαρος ο Μέγας Αλέξανδρος; Και δίπλα η απάντηση: Έλληνας.
Ένα μήνα πιο πριν όλα τα θεωρητικά μαθήματα (τι είναι στρατός, τι πειθαρχία, εκμάθηση προσοχής, εκμάθηση όρκου) σταμάτησαν και στη θέση τους μπήκε το ερωτηματολόγιο ηθικής αγωγής, έτσι που να ξεσκονιστεί και να μπορεί ο κάθε στρατιώτης ν΄ απαντήσει σωστά.
― Προσέξτε, έλεγε ο δόκιμος της διμοιρίας ημιονηγών. Έχει σημασία. Όποιος ερωτηθεί ν΄ απαντήσει με μια μόνο λέξη. «Έλληνας ή Βούλγαρος;», η απάντηση «Έλληνας», έχει σημασία. Αν πάλι η ερώτηση γίνει ανάποδα, πράγμα κάπως αδύνατον, «Βούλγαρος ή Έλληνας;», εσείς δε θα πείτε το πρώτο. Έχει σημασία. Θα πείτε το δεύτερο: «Έλληνας». Προσέξτε, αν κάνετε λάθος, τότε θα κακοβαθμολογήσουν το τάγμα, ο διοικητής θα κατσαδιάσει το λοχαγό και κείνος πάλι θα ξεσπάσει επάνω σας. Έχει σημασία. Θα σας κόψει τις άδειες. Ξέρετε πόσο καλός είναι ο λοχαγός. Αλλά αν κάποιος ημιονηγός τον εκθέσει με μια λαθεμένη απάντηση, τότε όλα στη διμοιρία θ΄ αλλάξουνε. Θα σας φλομώσει στο πειθαρχείο, κακόμοιρα.
― Προσέξτε. Κεφάλαιο τέταρτο. Θεωρητικός τομέας. Ερώτηση πρώτη: «Ποιοι είναι οι σύμμαχοι των Βουλγάρων;» Απάντηση: «Οι κομμουνισταί». Εδώ, αν κάποιος κομπιάσει ή ξεχάσει, να πεταχτεί κάποιος άλλος αμέσως. Κι εκείνος που θα κομπιάσει, ακούγοντάς το από τον άλλο, να το επαναλάβει αμέσως. Έχει σημασία. Εξηγούμεθα, για να μην παρεξηγούμεθα· έτσι;
Όσο κι αν για το δόκιμο το «έχει σημασία» ήταν ένα είδος λάιτ μοτίβ για να γλιστράει η κουβέντα του, για τον Πολυχρόνη είχε την εννοιολογική σημασία του. Καταλάβαινε πως αφού εδώ κι ένα μήνα δίνονταν συνεχώς εξηγήσεις, δε θα ήταν εύκολο να γλιτώσει τις παρεξηγήσεις όταν θα ΄ρχονταν η κρίσιμη ώρα, αυτός ο Πολυχρόνης που ήταν τρίτης κατηγορίας στρατιώτης, μουλαράς λόγω πολιτικών φρονημάτων κι όχι λόγω πολιτικού επαγγέλματος.
Το πρωί της κρίσιμης μέρας πάσχισε να μπει σταβλοφύλακας, αλλά εκείνος που φύλαγε νούμερο ούτε με μια κούτα τσιγάρα δεν άλλαζε την κοπριά με το καψό της μονάδας.
― Δεν τρέχει τίποτα μάγκα, του είπε κι έκλεισε με σημασία το μάτι.
Πήγε για θαλαμοφύλακας. Κι εκεί συνάντησε άρνηση. Είπε να πλύνει τ΄ αποχωρητήρια. Πρόλαβαν άλλοι. Συνεργείο από πέντε φαντάρους ασβέστωνε μέσα κι έξω τα πάντα.
― Στρίβε, κάποιος του είπε· είμαστε πολλοί εδώ. Έπρεπε το πρωί να βγει στο γιατρό. Ίσως να την σκαπούλερνε. Απογοητευμένος μπήκε στη γραμμή και ξεκίνησε.
― «Τα ρόδα», πρόσταξε ο δόκιμος. Άρχισαν παράφωνα όλοι μαζί:
Τα ρόδα τα τριαντάφυλλα
της άνοιξης καμάρι
χάνουν την ομορφάδα τους
στη σκλαβωμένη γη.
Κι έτσι γραμμή μπήκαν στο καψιμί κάνοντας ένα ημικύκλιο φάτσα στην επιτροπή μπροστά στο πιγκ πογκ.
Προαισθάνθηκε ότι αυτή τη φορά δεν τη γλίτωνε. Κι ήταν η σειρά του στη διμοιρία να πάρει την άδεια. Μόλις γυρίζαν οι άλλοι, θα έβγαινε στην αναφορά να ζητήσει κανονική εικοσαήμερη άδεια, αυτή την άδεια που σκεφτότανε μόλις πάτησε στο στρατώνα το πόδι του, αυτή που ονειρευόταν στο κρεβάτι το βράδυ, στη σκοπιά και στο στάβλο 2-4 νούμερο.
«Τώρα βρήκαν να ΄ρθούνε. Θα με κουρελιάσουν, οι πούστηδες», σκέφτηκε. Έπειτα τού ΄ρθε θαμπά η φιγούρα του αδερφού του πίσω απ΄ τα σίδερα, όπως τον είδε την τελευταία φορά στο επισκεπτήριο πριν φύγει φαντάρος. «Θα με κάνουν ρεζίλι, οι κερατάδες», ξανασκέφτηκε έντονα. «Δεν πρέπει να πω ό,τι διατάζουν αυτοί. Αλλά πάλι να χάσω την άδεια. Είκοσι μέρες μακριά από την κοπριά και το στάβλο».
Ένιωσε στα πόδια του μια τρεμούλα ασταμάτητη καθώς ξεχώρισε το χέρι του ταγματάρχη να δείχνει προς τα δική του κατεύθυνση.
― Εσύ, είπε κι έδειχνε το διπλανό του. Ποιοι είναι οι σύμμαχοι των Βουλγάρων;
― «Τι στο διάβολο τρέμουν τα πόδια μου; Με λυμένα τα γόνατα πώς να σταθώ; Πρέπει να σταματήσει αυτή η τρεμούλα. Θα το καταλάβουν και θα πέσουν επάνω μου σαν τα κοράκια. Πώς να δείχνει η όψη μου;»
― Έλληνας ή Βούλγαρος; Από πολύ μακριά άκουσε τη φωνή. Από βαθιά, σα μέσα στον ύπνο του, ήρθε η απόκριση:
― Έλληνας!
Ένα κύμα τρεμούλας ανέβαινε πόντο πόντο το στήθος του. Για μια στιγμή ένιωσε να φουντώνει ως το λαιμό του. Αστραπιαία μυρμήγκιασε η πλάτη του.
― Έλληνας, μόλις σαν ψίθυρος άκουσε νά ΄ρχεται από το βάθος της αίθουσας πάλι.
― «Να μην πέσω, να μη σωριαστώ τουλάχιστον μπρος στα πόδια τους πριν καν μου υποβάλουν ερώτηση».
Το καψιμί έφερνε βόλτα μπροστά του. Ο ίδιος ένα σκουπίδι που το σήκωνε ξαφνικά ο Βαρδάρης και το πηγαινόφερνε σε όλο το τωλ. Ένα μπαλάκι πιγκ πογκ που το χτυπάνε από τη μια μπάντα στην άλλη που το σφεντονίζουν στέλνοντας πάσα πριν προλάβει να πέσει.
Είπε να στυλώσει κάπου το βλέμμα, να κρατηθεί από κάπου, κάτι στέρεο, τις λαμαρίνες, τα τσίγκια, κι έπεσε η ματιά του στην εικόνα απέναντι, στο φαντάρο που λόγχιζε, στο φαντάρο που θέριευε με προτεταμένη τη λόγχη κατευθείαν το στήθος του, μ΄ εκείνο το μικρό ύπουλο γέλιο του, που φάρδαινε ολοένα σε ακράτητο σαρδόνιο γέλιο κι ακούγονταν τώρα να σέρνεται πνιχτά μέσα στο τωλ.
― Λέγε, λοιπόν, άκουσε καθαρά τη φωνή του ταγματάρχη κι είδε το χέρι του στραμμένο επάνω του να τον δείχνει εκεί περίπου στο στήθος.
Ένα χάχανο ξεκινούσε μέσα στο τωλ.
― Εσύ, εσύ, δεν ακούς τόσην ώρα; Μαρμάρωσες;
― Έλληνας, είπε με κόπο, χωρίς να σκεφθεί.
Τα χάχανα αξιωματικών και φαντάρων ξεσπάσανε σ΄ επίμονο γέλιο.
― Μήπως θέλεις να πεις φιλέλληνας, παιδί μου; ρώτησε καλοσυνάτα ο ταγματάρχης.
― Έλληνας, Έλληνας, επέμενε ο Πολυχρόνης στην τύχη.
― Μα ο Χίτλερ δεν ήταν Έλληνας, είπε διδακτικά ο ταγματάρχης. Ετίμησε βέβαια τον Ελληνικό στρατό στο πρόσωπο των αξιωματικών του, αφήνοντάς τους να κατέβουν από το μέτωπο στα σπίτια τους με τον ατομικό οπλισμό τους. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως ήταν Έλληνας· ίσως φιλέλληνας.
― Έλληνας, ξαναφώναξε ο Πολυχρόνης με πείσμα. ΕΛ – ΛΗ – ΝΑΣ, ξεσπώντας, μ΄ ένα γέλιο ακράτητο, ενώ στο τωλ απλωνόταν τώρα παγερή σιωπή. Έλληνας, βροντοφώναξε, χωρίς να νοιάζεται πως είναι φαντάρος, ούτε πως βρίσκεται μπροστά στην επιτροπή ηθικής αγωγής, στο διοικητή που θα του έδινε άδεια, στο λοχαγό του που έτριζε τα δόντια, μπροστά στον αξιωματικό αλφαδύο, που έσφιχνε νευρικά τις γροθιές του.
― Έλληνας! ξαναούρλιαξε. Ήμουνα παιδί τότε. Θυμάμαι τον αδερφό μου πρησμένο.
― Σταματήστε τον, διέταξε ο ταγματάρχης.
― Τρώγαμε κάθε βράδυ ένα φλυτζάνι σταφίδα και κοιμόμασταν.
― Σταματήστε τον, βγάλτε τον έξω, βρυχήθηκε ο ταγματάρχης.
Δυο αλφαμίτες χύθηκαν πάνω του και τον τραβούσανε καροτσάκι στην έξοδο. Ο Πολυχρόνης σέρνονταν πάνω στο τσιμέντο και φώναζε:
― Τη μέρα τρώγαμε ό,τι βρίσκαμε. Κουκουτσάλευρο, χαρουπάλευρο, θαλασσοβρεγμένο. Τριάντα δράμια μπομπότα μέρα παρά μέρα, μισή μέρα ουρά κι ένα τάγμα ψείρες.
Έφαγε μια γερή στ΄ αχαμνά του και τού ΄ρθε ζαλάδα. Έπειτα μια σπρωξιά και βρέθηκε ο μισός έξω απ΄ την πόρτα. Έγειρε το κεφάλι και θολά είδε τον ταγματάρχη. Πρόλαβε και του πέταξε πριν κλείσει η πόρτα:
― Έλληνας σαν και σας, όχι φιλέλληνας.-
Μάριος ΧΑΚΚΑΣ (Άπαντα)
Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου