Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

«Ανταπόδοσι (ή αλληλογραφία;) Ερωτικών Αισθήσεων» Μεταφράζοντας από τα ιταλικά μια παλιά ανάρτησι φίλης. “Corrispondenza d’amorosi sensi”: traducendo un post forte e significativo dal blog d' una amica...

Από πάρα πολύ καιρό θέλαμε να δημοσιεύσουμε ένα καλοφτιαγμένο και για πολλούς λόγους αξιόλογο κείμενο από το προσωπικό ιστολόγιο (τώρα πια ανενεργό) μιας φίλης από την Ιταλία. Μεταφράζοντάς το στην νεοελληνική από την πρωτότυπη γλώσσα του. Την σ’ εμάς αγαπημένη γλώσσα του Δάντη και του Πετράρχη.
Δεν μπορούσαμε να αναβάλουμε άλλο…

......................................

Ανταπόδοσις Ερωτικών Αισθήσεων 

 Ώχου, τί σπάσιμο! Η μέρα ξεκίναγε με τους …καλύτερους οιωνούς: Η μηχανή του εσπρέσσο είχε αναποδογυρίσει όλο το περιεχόμενό της, έκαψα το μισό μου χέρι στην προσπάθειά μου να το αποτρέψω, και, το καλύτερο απ' όλα, χτυπούσε και το τηλέφωνο! 
Εφτά το πρωί ποιός τελοσπάντων είχε όρεξι για τηλεφωνήματα; Σίγουρα κάποιος που θα πήρε λάθος νούμερο. Κανένας δεν θα ονειρευότανε δά να μου τηλεφωνήσει, και από την άλλη, ούτε μου έμενε και χρόνος για κουβέντα. Κάποιο ελαφρύ μουγκρητό συνοδευόμενο από απανωτά χασμουρητά συνόδεψε το "εμπρός" μου. 
-- Είσαι ξύπνια; Ρώτησε η Άννα, η φίλη μου -γνωστή και ως περιοδικό DownTown ή Ρομάντσο 2000. 
--Ναί, άς πούμε! Της απάντησα όλο και πιο ενοχλημένη.
--Ωραία, λοιπόν, κρατήσου από κάπου, γιατί σου έχω μια είδησι, είπε κελαηδιστά. 
Δεν είχα καμμία όρεξι να ακούω χαζομάρες στις 7 και δέκα μιας συνηθισμένης Δευτέρας, μα δεν μου ‘ρχόταν στο μυαλό και κάτι να της το πετάξω. Το σπίτι να παίρνει φωτιά..., η γειτόνισσα να κάνει απόπειρα να πέσει από τον πρώτο..., ο ταχυδρόμος που χτυπάει πάντα δυο φορές... 
Στην προσπάθεια να βρώ μια δικαιολογία που να έμοιαζε με κάτι συγκεκριμένο, είχα χάσει εντελώς το νόημα όλου εκείνου του κυκεώνα των φράσεων που η Άννα συνέχιζε να αραδιάζει. 
Ένα όνομα όμως που επαναλάμβανε κάμποσες φορές με ξύπνησε σαν απο ξαφνικό κτύπημα: 
--Ο Αλμπέρτο είναι στην πόλι, γύρισε στην Ιταλία! 

 Ένιωσα την ανάγκη να ξαναβάλω το μυαλό μου σε τάξι, να καταλάβω γιατί, για ποιο λόγο θα με επηρέαζε, ύστερα απο 15 χρόνια. Δέν σήμαινε πια τίποτε για εμένα, ήταν μόνο μια ανάμνησι ξεθωριασμένη. 
Τί ήταν αυτό που με πήγαινε πίσω; Όχι βέβαια ο πόνος, όχι η οργή, τώρα πια καταλαγιασμένη. Ίσως η ανάμνησι. Η μάταιη πιθανότητα για τα λόγια που δέν ειπώθηκαν. Αυτή η σκέψι κάλμαρε την ψυχή μου, αφήνοντάς μου ένα αόριστο συναίσθημα εκδίκησης. Τώρα αισθανόμουνα πιο δυνατή, πιο ασφαλής και οπωσδήποτε καθόλου εμπλεκόμενη αισθηματικώς. Ήμουν πανέτοιμη σε περίπτωσι που ΑΥΤΟΣ ερχόταν να με βρή. 

Παράξενο πώς λειτουργεί το μυαλό μας! Αλήθεια πώς γίνεται και λειτουργεί; Ποιός νά ‘ναι αυτός που κινεί τα νήματα της ιστορίας του καθενός μας, της μνήμης μας; Ποιές δυνάμεις, εν πολλοίς άγνωστες, μας κάνουν έτσι που ό,τι είχες κάποτε τόσο πολύ λαχταρίσει, μετά δέν σε ενδιαφέρει; Ποιοί αρχετυπικοί, προγονικοί μηχανισμοί είναι αυτοί που μας θεραπεύουν; Ναί, γιατί μιλάμε για αρρώστια! Είχα νοσήσει απο ερωτικό σύνδρομο. 

Προσπαθούσα να θυμηθώ, να αναπολήσω εκείνες τις στιγμές που πέρασαν, μα ήταν σαν κάποιος με μια γόμμα να τα είχε όλα σβήσει. Μου έμενε μόνο το τελευταίο αντίο, ένας ύστατος αποχαιρετισμός καμωμένος απο μερόνυχτα! Πράγματι δεν μας ικανοποιούσε το να χωρίσουμε όπως χωρίζουν τώρα. Σήμερα θα αρκούσε ένα sms, ένα χαλαρό τηλεφώνημα "δεν σε γουστάρω πια, δέν με θέλεις δέν σε θέλω". Αντίθετα εμείς όχι! Για να χωρίσουμε βάλαμε στο ανατομικό τραπέζι την σχέσι μας --έγινα κι εγώ η ίδια πειραματόζωο! Κλάψαμε, γελάσαμε, κάναμε έρωτα! Σε όλο εκείνο τον κυκλώνα θανάσιμης αγωνίας, το να κάνουμε έρωτα απέμενε η μοναδική δυνατότητα επιβίωσης. Το πάθος υπήρξε η πραγματική συνεκτική ουσία της δικιάς μας ιστορίας. Το πιθανότερο θα επρόκειτο για μια σχέσι σεξουαλική -- που θα μεταμορφώθηκε απο εμένα την ίδια σε μια απατηλή οπτασία ρομαντικής αγάπης – η οποία μας ανακάτευε μές στα σεντόνια, εκεί όπου η ανταπόδοσι των ερωτικών αισθήσεων* μάς άφηνε εξαντλημένους. Εκείνος ο έρωτας ο ασθμαίνων, ο παιδαριώδης, ο με μηδέν πιθανότητες να αναπτυχθή. Δεν χρειαζόταν! 

Τώρα είχα καταλάβει: δεν ειχα καμμία διάθεσι να επιστρέψω στο ίδιο αυτό το θέμα. Λόγια που φύγανε μακριά, που παρασύρθηκαν στην εξάτμισι/αποκομιδή του χρόνου, του χρόνου που τίποτα δέν μπορούσε να μεταβάλη. Ό,τι συνέβη, συνέβη. Δέν μπορεί κανείς να αλλάξη την διαδρομή της ζωής μας και ούτε να παραμείνη αγκυροβολημένος κάπου. Ο δρόμος που πρέπει να διανύσουμε είναι ακόμα μακρύς, δέν επιτρέπονται αποκλίνουσες στάσεις. Ούτε και για αυτόν. 
Ειδικά γι’ αυτόν! 

Irisilvi 
(Nel mio cielo al crepuscolo, 8 luglio 2011

:(ΜΕΤΑΦΡΑΣΙ: Αλέξανδρος Σοϊλεμέζης-Σελλενίδης)

ΣΗΜ. του Μεταφραστού:
* Η έκφρασι «ανταπόδοσι ερωτικών αισθήσεων» (στο πρωτότυπο “corrispondenza d’ amorosi sensi” – βλ. και τίτλο) είναι κάτι σαν λογοτεχνικός τόπος με πολυσημία. Πρόκειται για αυτούσιο στίχο του Φώσκολου (Ugo Foscolo, από το έργο του “Dei Sepolcri” στίχος 30). Πρβλ και την χρήσι του στον τίτλο της μελέτης: “Corrispondenza d'amorosi sensi. L'omoerotismo nella letteratura medievale” των Paolo Odorico και Nicola Pasero (2008).
Να σημειωθεί και η πολυσημία του ουσιαστικού “Corrispondenza” που στην τρέχουσα ιταλική σημαίνει «Ἁλληλογραφία», «ανταπόκρισι», «αντιστοιχία».

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2016

Ένα Δεκαπενταυγουστιάτικο Μετάλλιο για την Ελλάδα: Στους Κρίκους Χρυσό μετάλλιο από τον Λευτέρη Πετρούνια! Olimpiadi Rio 2016; Una medaglia d’ oro per la Ginnastica greca: con Lefteris Petrunias agli anelli!

"Όλοι το σκεφτόμασταν, η Παναγιά είναι μαζί μας…"
(Ο προπονητής του)

Το 2ο χρυσό μετάλλιο για την Ελλάδα στους Ολυμπιακούς του Ρίο ντε Τζανέιρο (μετά το 1ο, της Άννας Κορακάκη στην Σκοποβολή)
Ο Λευτέρης Πετρούνιας (30 Νοεμβρίου 1990) είναι ο Έλληνας γυμναστής που στέφτηκε χρυσός ολυμπιονίκης πριν από λίγο, σήμερα 15 Αυγούστου 2016, στην Ενόργανη Γυμναστική, στο αγαπημένο του αγώνισμα των κρίκων. Ο Έλληνας πρωταθλητής πρώτευσε εκτελώντας άσκησι που είχε συντελεστή δυσκολίας 6,80 και βαθμολογήθηκε με 9,200 στην εκτέλεσι (σύνολο 16.000 βαθμοί). 

Πρόσφατες δηλώσεις του Πρωταθλητή και Ολυμπιονίκη μας:
Για την προετοιμασία του εν όψει του Ρίο:
«Αισθάνομαι ότι βρίσκομαι στην καλύτερη φόρμα της ζωής μου. Πιστεύω ότι είμαι ένα επίπεδο πιο πάνω, συγκριτικά με το περσινό παγκόσμιο και το φετινό ευρωπαϊκό πρωτάθλημα».
Για το άγχος να φέρει το χρυσό, από το ότι «11 εκατομμύρια Έλληνες έχουν προσδοκίες και απαιτήσεις»:
«Φυσικά υπάρχει πίεση και άγχος, λόγω του τίτλου του φαβορί και λόγω των προσδοκιών που έχουν πάρα πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι περιμένουν από εμένα το καλύτερο. Είναι όμως ένα άγχος διαχειρίσιμο, με τέτοιο τρόπο που πιστεύω ότι θα με κάνει έντεκα εκατομμύρια φορές πιο δυνατό μέσα στον αγώνα!»

Αποψινές δηλώσεις του (στην ΕΡΤ):
«Έχουμε την ψυχή» (ΣΣ του πρωταθλητή)
«Είναι το σημαντικότερο για μένα» (ΣΣ: Ν ακούγεται ο Εθνικός Ύμνος)
«Το αφιερώνω (=το χρυσό μετάλλιο) στον πατέρα μου (ΣΣ τον έχασε πέρυσι), στον προπονητή μου, στην Ελλάδα και στην μάνα μου που είναι εδώ».
«Ναι, (πριν τον αγώνα) ζήτησα την ευλογία της Παναγίας και απ’ό,τι φαίνεται μου την έδωσε»!

«Ἐπὶ Σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη…»: κείμενο (1949) του Φώτη Κόντογλου για την Κοίμησι της Θεοτόκου. “Gioisce per te, o Madre di Dio Piena di Grazia...” un vecchio testo di Fotios Kontoglou (1895 –1965) per la Dormizione di Madonna.



«Ὡς ἐμψύχῳ Θεοῦ κιβωτῷ 
ψαυέτω μηδαμῶς χεὶρ ἀμυήτων· 
χείλη δὲ πιστῶν τὴ Θεοτόκῳ 
ἀσιγήτως φωνὴν τοῦ ἀγγέλου 
ἀναμέλποντα, ἐν ἀγαλλιάσει βοάτω· 
Ὄντως ἀνωτέρα πάντων ὑπάρχεις, 
Παρθένε ἁγνή». 

«Ἐσένα ποὺ εἶσαι ζωντανὴ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ, ἂς μὴ σὲ ἀγγίζει ὁλότελα χέρι ἄπιστο, ἀλλὰ χείλια πιστὰ ἂς ψάλλουνε δίχως νὰ σωπάσουνε τὴ φωνὴ τοῦ ἀγγέλου (ὁ ὑμνωδὸς θέλει νὰ πεῖ τὴ φωνὴ τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ποὺ εἶπε «εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί») κι ἂς κράζουνε: «Ἀληθινά, εἶσαι ἀνώτερη ἀπ᾿ ὅλα Παρθένε ἁγνή».

Ἀλλοίμονο! Ἀμύητοι, ἄπιστοι, ἀκατάνυχτοι, εἴμαστε οἱ πιὸ πολλοὶ σήμερα, τώρα ποὺ ἔπρεπε νὰ προσπέσουμε μὲ δάκρυα καυτερὰ στὴν Παναγία καὶ νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸ Θεόδωρο Δούκα τὸ Λάσκαρη, ποὺ σύνθεσε μὲ συντριμένη καρδιὰ τὸν παρακλητικὸ κανόνα: 
«Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου μὲ ζάλαι 
ὥσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε». 
«Σὰν τὰ μελίσσια ποὺ τριγυρίζουνε γύρω στὴν κερήθρα, ἔτσι κ᾿ ἐμένα μὲ ζώσανε οἱ ζαλάδες τῆς ζωῆς καὶ πέσανε ἀπάνω στὴν καρδιά μου καὶ τὴν κατατρυπᾶνε μὲ τὶς φαρμακερὲς σαγίτες τους. Ἄμποτε, Παναγιά μου, νὰ σὲ βρῶ βοηθό, νὰ μὲ γλύτωσεις ἀπὸ τὰ βάσανα».

Μὰ ποιὸς ἀπό μας γυρεύει βοήθεια ἀπὸ τὴν Παναγία, ἀπὸ τὸν Χριστὸ κι᾿ ἀπὸ τοὺς ἁγίους; Γυρεύουμε βoήθεια ἀπὸ τὸ κάθε τί, παρεκτῶς ἀπὸ τὸ Θεό. Ἀλλὰ τί βοήθεια μποροῦνε νὰ δώσουνε στὸν ἄνθρωπο τὰ εἴδωλα τὰ λεγόμενα «ἐπιστήμη» καὶ «τέχνη»; 
Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ ἀναχωρητὴς λέγει: «Σ᾿ ὅλους τοὺς δρόμους ποὺ πορεύονται οἱ ἄνθρωποι σὲ τοῦτον τὸν κόσμο δὲv βρίσκουνε σὲ κανένα τὴν εἰρήνη, ὡς ποὺ vα σιμώσουμε στὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ. Μὰ ἀλλοίμονο οἱ πιὸ πολλοὶ ἄvθρωποι εἶναι «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» ὅπως λέγει ὁ Παῦλος. 
Ὅποιος δὲν ἔχει τὴν πίστη μέσα στὴν καρδιά του, τί ἐλπίδα μπορεῖ νἄχει; Ὅπου ν᾿ ἀκουμπήσει ὅλα εἶναι σάπια. Γι᾿ αὐτὸ κι᾿ ὁ ὑμνογράφος ποὺ εἴπαμε, λέγει στὴν Παναγία: 
«Ἀπορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι· 
πρόφθασον, θερμὴ προστασία, καὶ τὴν βοήθειαν 
δός μοι τῷ δούλῳ σου τῷ ταπεινῷ καὶ ἀθλίω». 
«Ὅλα, λέγει τὰ δοκίμασα, μὰ κανένα πράγμα δὲ μπόρεσε vα μὲ ξαλαφρώσει. Γιὰ τοῦτο φωνάζω Ἐσένα μὲ θρῆνο πικρόν, καὶ λέγω: Πρόφταξε καὶ δόσε τὴ βοήθειά σου σὲ μένα τὸν ταπεινὸ κι᾿ ἄθλιο δοῦλο σου».

Ἡ Παναγία εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν ἀπελπισμένων, ἡ χαρὰ τῶν πικραμένων, τὸ ραβδὶ τῶν τυφλῶν, ἡ ἄγκυρα τῶν θαλασσοδαρμένων, ἡ μάνα τῶν ὀρφανεμένων. Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι πονεμένη θρησκεία, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καρφώθηκε ἀπάνω στὸ ξύλο: κ᾿ ἡ μητέρα του ἡ Παναγία πέρασε κάθε λύπη σὲ τοῦτον τὸν κόσμο. Γι᾿ αὐτὸ καταφεύγουμε σὲ Κεiνη ποὺ τὴν εἴπανε οἱ πατεράδες μας: «Καταφυγή», «Σκέπη τοῦ κόσμου», «Γοργοεπήκοο», «Γρηγοροῦσα», «Ὀξεία ἀντίληψη», «Ἐλεοῦσα», «Ὁδηγήτρια», «Παρηγορίτισσα» καὶ χίλια ἄλλα ὀνόματα, ποὺ δὲν βγήκανε ἔτσι ἁπλὰ ἀπὸ τὰ στόματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὶς καρδιὲς ποὺ πιστεύανε καὶ ποὺ πονούσανε. 
Μονάχα στὴν Ἑλλάδα προσκυνιέται ἡ Παναγία μὲ τὸν πρεπούμενο τρόπο ἤγουν μὲ δάκρυα μὲ πόνο καὶ μὲ ταπεινὴ ἀγάπη. Γιατὶ ἡ Ἑλλάδα εἶναι τόπος πονεμένος, χαροκαμένος, βασανισμένος ἀπὸ κάθε λογῆς βάσανο. Κι᾿ ἀπὸ τούτη τὴν αἰτία τὸ ἔθνος μας στὰ σκληρὰ τὰ χρόνια βρίσκει παρηγοριὰ καὶ στήριγμα στὰ ἁγιασμένα μυστήρια της ὀρθόδοξης θρησκείας μας, καὶ παραπάνω ἀπὸ ὅλα στὸ Σταυρωμένο τὸ Χριστὸ καὶ στὴ χαροκαμένη μητέρα του, ποὺ πέρασε τὴν καρδιά της σπαθὶ δίκοπο. 
Σὲ ἄλλες χῶρες τραγουδᾶνε τὴν Παναγία μὲ τραγούδια κοσμικά, σὰν νἆναι καμιὰ φιληνάδα τους, μὰ ἐμεῖς τὴν ὑμνολογοῦμε μὲ κατάνυξη βαθειά, θαρρετὰ μὰ μὲ συστολή, μὲ ἀγάπη μὰ καὶ μὲ σέβας,σὰν μητέρα μας μὰ καὶ σὰν μητέρα τοῦ Θεοῦ μας. Ἀνοίγουμε τὴν καρδιά μας νὰ τὴ δεῖ τί ἔχει μέσα καὶ νὰ μᾶς συμπονέσει. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ πικραμένη χαρὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, «τὸ χαροποιὸν πένθος», «ἡ χαρμολύπη» μας, «ὁ ποταμὸς ὁ γλυκερὸς τοῦ ἐλέους», «ὁ χρυσοπλοκώτατος πύργος καὶ ἡ δωδεκάτειχος πόλις». 
Ἡ ὑμνωδία τῆς ἐκκλησίας μας εἶναι ἕνας παράδεισος, ἕνα μυστικὸ περιβόλι ποὺ μοσκοβολᾶ ἀπὸ λογῆς-λογῆς μυρίπνοα ἄνθη, καὶ τὰ πιὸ μυρουδικά, τὰ πιὸ ἐξαίσια, εἶναι ἀφιερωμένα στὴν Παναγία. Ὅλος ὁ κόσμος θλίβεται μαζί της καὶ μαζί της χαίρεται μὲ μία χαρὰ πνευματική: 
«Ἐπὶ Σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις, 
ἀγγέλων τὸ σύστημα καὶ ἀνθρώπων τὸ γένος, 
ἡγιασμένε ναὲ καὶ παράδεισε λογικέ, 
παρθενικὸν καύχημα, ἐξ ἧς Θεὸς ἐσαρκώθη 
καὶ παιδίον γέγονεν ὁ πρὸ αἰώνων ὑπάρχων Θεὸς ἡμῶν». 

Ἀπορεῖς τί νὰ πρωτοδιαλέξεις ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ὑμνολογία τῆς Θεοτόκου! Θαρρεῖς πῶς ὁ ἀγέρας, τὰ βουνά, οἱ θάλασσες τῆς Ἑλλάδας, τὰ χωριὰ οἱ πολιτεῖες, γεμίσαvε εὐωδία πνευματικὴ ἀπ᾿ αὐτὸ «τὸ χρυσοῦν θυμιατήριον», ἀπ᾿ αὐτὴ «τὴν μανναδόχον στάμνον ποὺ ἔχει μέσα «μύρον τὸ ἀκένωτον». Οἱ γυναῖκες μας εἶναι στολισμένες μὲ τὄνομά της, τὰ βουνά μας, οἱ κάμποι, τὰ νησιά, τ᾿ ἀκροθαλάσσια εἶναι ἁγιασμένα ἀπὸ τὰ ξωκκλήσια της, τὰ καράβια μας ἔχουν γραμμένο ἀπάνω στὴ μάσκα καὶ στὴν πρύμη τὸ γλυκύτατο τόνομά της. Ἀληθινὰ στὴν Ἑλλάδα μας «ἐπὶ Σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις», «Γιὰ Σένα, χαίρεται ὅλη ἡ πλάση. Σήμερα ποὺ κοιμήθηκες, θαρεῖς πὼς ἡ χαρὰ γίνηκε πιὸ μεγάλη, ἡ θλίψη ἄλλαξε σὲ ἀγαλλίαση, ἡ ἐλπίδα ζωήρεψε ἀντὶ νὰ ἀποσκιάσει καὶ πλημμύρησε τὶς καρδιές μας.

Σήμερα τ᾿ ἀγέρι φυσᾶ γλυκύτερα στὰ κουρασμένα πρόσωπά μας, τὰ δέντρα σὰν νὰ γενήκανε πιὸ χλωρά, τ᾿ αὐγουστιάτικο κύμα σὰν νὰ ἀρμενίζει πιὸ δροσερὸ μέσα στὸ πέλαγο καὶ ἀφρίζει φουσκωμένο ἀπὸ χαρὰ μεγάλη, τὸ κάθε τί πανηγυίζει κι᾿ ἀγάλλεται... 
Ὤ! Τί θάνατος λοιπὸν εἶναι αὐτός, ποὺ γέμισε τὴν οἰκουμένη καὶ τὶς καρδιές μας μὲ τὴ χαρὰ τῆς ἀθανασίας! Καὶ καλώτατα ψέλνει ὁ ὑμνωδὸς σήμερα: 
«Ἐν τῇ γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, 
ἐν τῇ κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε. 
Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, 
καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη 
ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν». 
Ἀληθινὰ λέγει καὶ σ᾿ ἕνα ἄλλο τροπάρι: «Τῇ ἀθανάτῳ σου κοιμήσει, Θεοτόκε, μῆτερ τῆς ζωῆς...».

Ἀλλὰ τὸ ξαναλέγω. Τί νὰ πεῖ κανένας πρῶτα καὶ τί ὕστερα, ἀπὸ τὰ τόσα πνευματικὰ ὑμνολογήματα ποὺ προσφέρανε οἱ ὀρθόδοξες καρδιὲς στὴν Παναγία, στὸ «Ῥόδον τὸ ἀμάραντον», ποὺ μοσκοβόλησε καὶ ἅγιασε τὴν καταβασανισμένη τὴν Ἑλλάδα! Τὴν ὑμνολογήσανε μὲ τὰ λόγια, μὲ τὴν ψαλμωδία, μὲ τὴ ζωγραφική, μὲ τὸ σκαλισμένο ξύλο, μὲ τ᾿ ἀσήμι, μὲ τὸ μάλαμα, μὲ τὸ κηρομάστιχο, μὲ κάθε τίμιο κι᾿ ἁγιασμέvο πράγμα ποὺ μπορεῖ νὰ χρησιμέψει στὸν ἄνθρωπο γιὰ vα μπορέσει vα δείξει τὴν ἀγάπη του, τὸ σέβας του, τὴ χαρά του, τὴν πίκρα του, κι᾿ ὅ,τι ἄλλο ἁγνὸ αἴσθημα ἔχει μέσα στὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς του. 
Τὸ νὰ πιάσει κανένας νὰ τὰ ἱστορήσει καταλεπτῶς, θὰ ἤτανε σὰν νάθελε vα μετρήσει τὸν ἄμμο τῆς θάλασσας; Γιὰ τοῦτο ἀνθολογᾶμε λιγοστὰ λουλούδια ἀπὸ τῆς ὑμνωδίας τὸ ἁγιόκλημα «εἰς ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς».

Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα ἂς μεταγράψουμε λίγα λόγια ἀπὸ τὶς Καταβασίες τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου», ποὺ εἶναι τὸ βυζαντινώτατο, ὅλη ἡ Κωνσταντιnούπολη πνευματικὰ πανηγυρίζουσα. Στοχασθεῖτε καλὰ ἐκείνη τὴν ἐξαίσια γ´ ᾠδὴ ποὺ λέγει: 
«Τοὺς σοὺς ὑμνολόγους Θεοτόκε, 
ὡς ζῶσα καὶ ἄφθονος πηγή, 
θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν, στερέωσον 
καὶ ἐν τῇ θείᾳ δόξῃ σου στεφάνων δόξης ἀξίωσον».

Οὐράνια ἀπηχήματα!: «Τοὺς ὑμνολόγους σου, Θεοτόκε, ποὺ συγκροτήσανε ἕναν πνευματικὸ θίασο, στερέωσέ τους, Ἐσὺ ποὺ εἶσαι ζωντανὴ ὡς ἄφθονη πηγή. Καὶ μὲ τὴ θεία δόξα σου, ἀξίωσέ τους νὰ φορέσουνε τῆς δόξας τὰ στέφανα», 
Ἀμὴ ἡ θ´ ᾠδὴ ποὺ λέγει: 
«Ἅπας γηγενὴς σκιρτάτω τῷ πνεύματι 
λαμπαδουχούμενος· πανηγυριζέτω δὲ 
ἀΰλων νόων φύσις, γεραίρουσα 
τὰ ἱερὰ θαυμάσια τῆς θεομήτορος, 
καὶ βοάτω, Χαίροις, παμμακάριστε 
Θεοτόκε, ἁγνή, ἀειπάρθενε».
 Ἀμὴ ἐκείvα τὰ πανηγυρικὰ αὐτόμελα ποὺ ψέλνουνε στὸν ἑσπερινὸ τῆς Κοιμήσεως, μὲ μέλος θριαμβευτικὸ καὶ μὲ πνευματικὴ μεγαλοπρέπεια! Ποιὸς χριστιανὸς Πίνδαρος τὰ σύνθεσε, Πίνδαρος ἁγιασμένος! 
«Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος! ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς ἐν μνημείῳ τίθεται, καὶ κλίμαξ πρὸς oυραvὸv ὁ τάφος γίνεται! Εὐφραίνου Γεθσημανή, τῆς Θεοτόκου τὸ ἅγιον τέμενος. Βοήσωμεν οἱ πιστοί, τὸν Γαβριὴλ κεκτημένοι ταξίαρχον: Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μετά σου ὁ Κύριος, ὁ παρέχων τῷ κόσμῳ διὰ σοῦ τὸ μέγα ἔλεος». 
Ποταμὸς μέγας καὶ βουερὸς ἀναβρύζει καὶ μᾶς δροσίζει, καὶ πίνουνε νερὸ δροσερὸ ψυχὲς ξερὲς καὶ διψασμένες! Κύτταξε πάθος καὶ μεράκι ποὺ ξελοχίζει ἀπὸ καιγόμενη καρδιά! Ὁ ὑμνωδός, ἀντὶ νὰ κλάψει γιὰ τὴν Παναγία ποὺ εἶναι μπροστά του ξαπλωμένη ἀπάνω στὴν κλίνη της, τυλιγμένη μὲ τὸ μαφόρι της μὲ κλεισμένα τὰ μάτια της ποὺ δίνανε παρηγοριὰ στὴν ἀνθρωπότητα, μὲ σταυρωμένα τὰ ἄχραντα χέρια της, ποὺ βαστάξανε τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀναθρέψανε, πεθαμένη σὰν τὸν κάθε ἄνθρωπο, ἀντὶς λέγω νὰ κλάψει, ἀφοῦ πρῶτα ἀπορεῖ πῶς ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς κείτεται στὸ μνῆμα, μονομιᾶς κράζει μὲ δάκρυα στὰ μάτια, πλὴν δάκρυα χαρᾶς: «Εὐφραίνου Γεσθημανή, ποὺ ἔχεις θησαυρισμένο τὸ ἅγιο σκήνωμα τῆς Θεοτόκου». Κ᾿ ὕστερα στρέφει στοὺς χριστιανοὺς ποὺ εἶναι μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ τοὺς λέγει μὲ τὸν ἴδιο πνευματικὸ οἶστρο. «Ἂς κράξουμε ὅλοι μαζὶ στὴν Παναγία, ἔχοντας γιὰ πρωτοψάλτη τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ποὺ τὴ χαιρέτισε μὲ τὰ ἴδια λόγια κατὰ τὴ χαρoύμενη, μέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κι᾿ ἂς ποῦμε: «Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μαζί σου εἶναι ὁ Κύριος, ποὺ δωρίζει στὸν κόσμο μὲ ἐσένα, τὸ μέγα ἔλεος». 
Θάνατος δὲν ὑπάρχει ἐδῶ πέρα ποῦ εἶναι ἡ μητέρα τῆς Ζωῆς; Κι᾿ οὔτε μοιρολόγια καὶ ξόδια θρηνητερά, παρὰ χαρὰ ἀνεκλάλητη, γάμος πνευματικός, τράπεζα ἁγιασμένη ποὺ ἔχει ἀπιθωμένον ἀπάνω της τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς καὶ τὸ κρασὶ τῆς ἀθανασίας, καὶ πίνουνε οἱ χριστιανοὶ καὶ μεθᾶνε ἕνα μεθύσι ἅγιο, ἁγνό, ἄμωμο καὶ δὲν βρίσκονται πιὰ μπροστὰ σἕνα λείψανο ποὺ τὸ κηδεύουνε, ἀλλὰ βρίσκονται στὴ Ναζαρέτ, στό σπίτι τὸ χαρούμενο καὶ τὸ μοσκοβολημένο ἀπὸ τὴν παρθενικὴ εὐωδία τῆς Παναγίας, τότε ποὺ ἤτανε δεκάξη χρονῶν, κατὰ κείνη τὴν ἡμέρα πὤγινε ὁ Εὐαγγελισμός, καὶ κράζουνε γηθόσυνα οἱ λιγόζωοι οἱ ἄνθρωποι σὰ νάναι ἀθάνατοι, μαζὶ μὲ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ: «Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μετὰ σοῦ ὁ Κύριος!» 
Ἡ Κοίμησις γίνεται Εὐαγγελισμός, ἡ θλίψη μεταλλάζεται σὲ χαρά!

Ναί, Δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ χαρά, παρὰ μονάχα στὸ Χριστὸ κι᾿ αὐτὴ ἡ χαρὰ εἶναι ἕνα ἀμάραντο λουλούδι, πὤχει τὴ ρίζα του στὸν πόνο. Οἱ ἄλλες οἱ χαρὲς εἶναι χαρὲς ψεύτικες, χωρὶς ρίζα. «Ἡ γυνὴ ὅταν τίκτῃ, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς. Ὅταν δὲ γεννήσῃ τὸ παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως, διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. Καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς, καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾿ ὑμῶν». 
Τὰ μάτια μου εἶναι θολωμένα ἀπὸ τὰ δάκρυα τώρα ποὺ γράφω αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας. Αὐτὰ τὰ λίγα λόγια τὰ φύλαξε ἡ ἀνθρωπότητα στὴν καρδιά της καὶ μ᾿ αὐτὰ κλαίγει καὶ μ᾿ αὐτὰ χαίρεται. Αὐτὰ τὰ λόγια γενήκανε θεμέλιο τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ μεταλλαχτήκανε σὲ λογῆς-λογῆς ἁγιασμένα αἰσθήματα καὶ βγήκανε ἀπὸ τὶς καιόμενες καρδιὲς τῶν ἁγίων ἀνθρώτων καὶ εὐωδιάσανε τὸν κόσμο. Ἀπὸ τὸν ἕναν γινήκανε ὕμνοι, ἀπὸ τὸν ἄλλον εἰκονίσματα, σὲ ἄλλον γινήκανε προσευχή, σὲ ἄλλον ψαλμός, σὲ ἄλλον ἐκκλησιὰ μὲ κουμπέδες καὶ μὲ ἁγιατράπεζα, σὲ ἄλλον θυσία τοῦ μάταιου κόσμου καὶ βουβὴ κατάνυξη. 
Αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ σταθήκανε πηγὴ καὶ ἔμπνευση καὶ γιὰ τὸ θρηνητικὸ ἀηδόνι τῆς ἔρημος, θέλω νὰ πῶ γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, σὲ ὅσα ἔγραψε γιὰ τὸ «Χαροποιὸν πένθος»: 
«Ὅποιος κλαίγει, λέγει αὐτὸς ὁ ἅγιος, καὶ πικραίνεται γιὰ τὸν Θεό, ἐκεῖνος ἀξιώνεται νὰ δεῖ στὴν ψυχή του τὴν oυράνια καὶ θεία παρηγοριά. Κι᾿ αὐτὴ ἡ οὐράνια παρηγοριὰ εἶναι κάποια ἀνακούφιση καὶ θεϊκὴ ἀλάφρωση, ποὺ παρηγορᾶ τὴν πονεμένη καὶ πικραμένη ψυχή, ὁποῦ θλίβεται γιατὶ χωρίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὶς ἁμαρτίες της. Καὶ τούτη ἡ χαριτωμένη βοήθεια ἀλλάζει τὰ πονεμένα δάκρυα τῆς ψυχῆς, ποὺ εἶναι καταφαρμακωμένη, σὲ κάποια παρηγοριὰ θαυμαστή. Ὅποιος πορεύεται μ᾿ αὐτὴ τὴ λύπη τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς ἀκατάπαυστα γιορτάζει κάθε μέρα κι᾿ ἀγάλλεται ἡ ψυχή του. Τοῦτο τὸ ἅγιο καὶ θεάρεστο κλάψιμο εἶναι μία λύπη ἀλησμόνητη τῆς ψυχῆς, μιὰ ὄρεξη πονεμένης καρδιᾶς, ποὺ γυρεύει μὲ μεγάλη θέρμη τὸν Θεὸ ὁποῦ τὸν ἐπιθυμὰ πάντα της. Κράτα λοιπὸν καλὰ τὴ χαριτωμένη καὶ τὴν ἥμερη καὶ τὴν ἅγια λύπη, ποὺ κάνει τὴν ψυχή σου vα θλiβεται ἀντάμα καὶ νὰ χαίρεται. Ἐγώ, λογιάζοντας καλὰ τὴν ἐνέργεια τούτη τῆς ἅγιας κατάνυξης, ξεσταίνουμαι καὶ θαυμάζω, πὼς ἐτοῦτο ποὺ λέγεται κλάψιμο καὶ λύπη, καὶ ποὺ φαίνεται πολὺ πικρὸ κι᾿ ἀβάσταχτο, ἔχει μέσα του πλεγμένη καὶ σμιγμένη τὴ χαρά, καὶ τὴν εὐφροσύνη, ὅπως εἶναι σμιγμένο τὸ κερὶ μὲ τὸ μέλι στὴν μελόπητα. Καὶ σέρνει ἐκείνους ποὺ τὴν ἀξιωθήκανε μὲ πόθο μεγάλον καὶ μὲ πολλὴν ἀγάπη, καὶ φοβοῦνται νὰ μὴν τὴν χάσουνε, καὶ τὴν φυλάγουνε περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο φυλάγουνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τ᾿ ἀκριβὰ πετράδια καὶ τ᾿ ἀσημοχρύσαφα. Εἶναι μιὰ ἥμερη χαρὰ κ᾿ ἕνα θεϊκὸ χάρισμα μὲ τὸ ὁποῖο στολίζει ὁ Θεὸς τοὺς φίλους του, καὶ κάνει νὰ ἔχουνε μίαν ἀληθιvὴ χαρὰ καὶ ὄρεξη γιὰ τὸν Θεό, ποὖναι συντροφιασμένη μὲ κάποια θεραπευτικὴ λύπη ὁποῦ δὲν ἔχει μέσα της καμιὰ σαρκικὴ ἀγάπη, παρὰ μονάχα μιὰ παρηγοριὰ ἀγγελικὴ καὶ οὐράνια, μὲ τὴν ὁποία παρηγορά ο Θεός κρυφά εκείνους που συντρίβουνε με πόνο και με ταπείνωση την καρδιά τους.» 
 Άμποτε να την αξιωθούμε κ' εμείς, με τη χάρη της Παναγίας που γιορτάζουμε σήμερα. 
Αμήν.


(Ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου). Ἀπό τὸ περιοδικὸ «Ἑλληνικὴ Δημιουργία», τ. 37, 1949