Για αυτόν τον ιδιόρρυθμο και παράδοξο Ελληνοαμερικανό τής μιας και μόνης ποιητικής συλλογής, ίσως μας δοθή η ευκαιρία να επανέλθουμε.
.......................................
Καμιά φωνή
Δέ με χωρούν οι τόποι σας.
Ούτ’ οι χαρές σας ούτ’ ο πόνος μου.
Δέν είναι δυνατό μου να ζώ κάθε στιγμή ο ίσιος σας.
Σας θάβω και με θάβετε.
Κι η ασχήμια του πεθαμού σας λυπητερότερη απ’ το
θάνατο.
Κουβέντες μόνο
απ’ τα ψηλώματα του νού.
Τέτοιες, που σβήνουν κάθε «πιο αληθινό»'
με στεναγμούς υπομονής,
και μ’ ομορφιές ελπίδας του αδύνατου.
Πάντα το άγνωστο, η μοίρα και το μέλλον.
Με διώχνει από παντού ο ξαφνιασμός μου:
Γιατί, δε φώναξα μονάχος, δυνατά, ποτές μου.
Και σε κανένα μπρός.
Κι ούτε ποτές μου θα φωνάξω,
σαν τρελός,
με φλέβες φουσκωμένες.
Κι άλλος κανείς.
Φωνή της ανθρωπιάς,
κείνης που βγαίνει καυτερή ως το πετσί,
και που παγώνει κάθε ψέμμα ζεστασιάς,
ακόμα δεν ακούστηκε.
Μόνο να πεί:
“Σταθείτε και σωπάστε.
Ξεχάστε τις αντίζωες του πίθηκου αξίες.
Πάψτε ζητώντας τα μεγάλα της ζωής
και τα δικά σας
στων αλλονών το μικρανθρώπισμα,
στις κυριότητες του νυσταγμού σας.
Γινήτε λίγοι.
Πολύ λίγοι για νά’ στε ζωντανοί.'
Κεί πού ‘στε μαζεμένοι, η ανθρωπιά ντροπή.
Και βάρβαρη η δική μου
όταν μου λείπει η συφορά σας.
Δέ με χωρούν οι τόποι σας. Δέν ξέρω πού να ζήσω.
Θ. Ντόρρος, «Στου γλυτωμού το χάζι», Παρίσι, 1930
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου