Ψάχναμε για τα λογοτεχνικά ενδιαφέροντα του Ιστολογίου μας, να βρούμε ένα όχι πολύ γνωστό παπαδιαμαντικό διήγημα, ως κατάλληλη εισαγωγή στην περίοδο της Σαρακοστής. Εσείς –όπως πάντα- θα κρίνετε για το εύστοχο ή μη της επιλογής μας.
Το διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις (και εκεί σε δύο συνέχειες), αλλά αναφέρεται από τον ίδιο τον Παπαδιαμάντη [όπως μας πληροφορεί ο μέγιστος των ευβοιωτών φιλόλογος Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος, στο σύντομο κριτικό σημείωμα με το οποίο παρουσιάζει το εν λόγω διήγημα στην σημαντικότατη κριτική έκδοσι των Απάντων του Σκιαθίτη (Αλέξανδρος ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, ΑΠΑΝΤΑ, Γ΄ Τόμος, εκδόσεις Δόμος, 1986. Το κείμενο του διηγήματος στις σσ. 117-129, το σημείωμα σ. 673)] και με τον δεύτερο τίτλο «Τα πεθαμένα κόλλυβα».
ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΘΑΜΕΝΑ
«Ως ανασηκωμένη ποδιά ωραίας χωριατοπούλας, οπού πλύνει τα ρουχάκια της, τα πουκαμισάκια της, σιμά εις το πηγάδι, ανέρχεται και αναρριχάται και βαίνει προς τα άνω η λευκή εσχατιά της πολίχνης, εις τον βράχον τον ανατολικόν, τα Κοτρώνια, τον πετρώδη τριπλούν λόφον με τας τρεις κορυφάς, όπου το βράδυ, ενώ η δύσις χρυσά και πορφυρά βάφει τα σύννεφα αντικρύ, αναβαίνει παμμιγής ο βόμβος και ο ψίθυρος και το μινύρισμα {σιγοτραγούδισμα} μυρίων φωνών, φωνών γυναικείων, φωνών παιδικών, με ήχον μελωδικόν, ρεμβώδη, μυστηριώδη. Και αι γυναίκες φορτωμέναι την στάμναν των, ανα δύο ή τρεις, επιστρέφουν φλυαρούσαι απο την βρύσιν και τα παιδιά με τα τόπια των κυνηγούνται γύρω εις τα Λιβάδια ή τρέχουν και παίζουν το σκλαβάκι εις τα Αλώνια.
Σιμά εις την τρίτην, την χαμηλοτέραν κορυφήν, την παραθαλάσσιον, αναρριχώνται εις τον βραχώδη λόφον αι λευκαί οικίαι. Και η οικία του μακαρίτου του Μπονά, οπού την είχεν αγοράσει προ χρόνων ο καπετάν Γιωργής ο Παμφώτης, και την είχεν επισκευάσει και καλλωπίσει, ήτο κτισμένη επάνω εις πέτραν ριζιμιάν {βαθιά ριζωμένη}, σύρριζα εις τον βράχον, και προς τα κάτω εξετείνετο αυλή με σαράντα σκαλοπάτια, το κάθε σκαλοπάτι πλατύ όσον διά να πατήση τις δύο βήματα και υψηλόν όσον διά να χρειασθή τις άλμα να το αναβή. Δύο χαμηλά ισόγεια σπιτάκια, κάτω, δεξιόθεν και αριστερόθεν της αυλείου θύρας. Το έν ήτο πατητήριον ελαιών, το άλλο πλυσταρείον. Μία απλωταριά και ηλιακωτόν απο το έν μέρος της ανωφερούς αυλής, παμμεγέθης αμυγδαλιά ανθούσα ήδη απο το άλλο μέρος, στέρνα και πηγάδιον και κηπάριον με γάστρας ανθέων και ροιάς {ροδιές} και λεμονέας, με κάγκελα φραγμένον. Και άνω ο πάλλευκος άσπιλος οικίσκος, αρχαϊκόν κτίριον, εμπνέον σέβας, επέστεφε την ανωφερή μαρμαίρουσαν αυλήν.
Το έβλεπες μακράν και το εχαίρεσο κ’ εζήλευες κ’ έπιπτες εις ρέμβην κι έλεγες: Ας κατοικούσα εκεί!
Χειμερινός θάλαμος με την εστίαν του, τα μεντέρια {ντιβάνια} του και τα ράφια του, αρματωμένος με παλαιά ωραία πιάτα, δύο μικροί θαλαμίσκοι, όλοι γεμάτοι οθόνας και έπιπλα, το μαγειρείον, ο διάδρομος, όλα αστράπτοντα και πλουσίως ευτρεπισμένα. Η «καλή κάμαρη» προς το μεσημβρινόν μέρος με ωραία στιλβωμένα έπιπλα, με οθόνια λειομέταξα και τάπητας πολυχρόους. Βλέπουσα εις τον λιμένα, θεωρούσα όλην την λευκήν πολίχνην κάτω και αντικρύ, αγναντεύουσα την θάλασσαν, μετρούσα τα κατάρτια των καραβιών, και αριθμούσα τας λέμβους των αλιέων, εκάθητο η κόρη του σπιτιού, η Σειραϊνώ, λευκή και ασθενής ως το κρίνον, λεπτοφυής, πραεία και άχολος {άκακη} ώς η περιστερά. Είχε το κέντημά της επί των γονάτων. Ειργάζετο ανενδότως, νυχθημερόν∙ εκέντα τα προικιά της.
Εταξίδευεν ο πατήρ της με το καράβι, έπλεεν εις μακρινά, βαθιά, μαύρα πέλαγα. Πρώιμα απέπλευσεν εφέτος, μόλις είχαν φωτισθή τα νερά. Άμα θα επέστρεφε με το καλόν «να δέση» (δηλαδή να δέση το καράβι δι’ όλον τον χειμώνα), θ’ απεφάσιζε τέλος ν’ αρραβωνίση την κόρην του. Τοιαύτην υπόσχεσιν έδωκεν «εξωδίκως», καθώς λέγουν οι δικολάβοι, πριν αναχωρήση.
Γαμβροί υποψήφιοι υπήρχον όχι δύο ή τρεις, αλλά δωδεκάς ολόκληρος. Η κόρη είχε καλόν όνομα, ήτον μεγαλοπροικούσα, ήτον λευκή και άχολος ως περιστερά, ήτον προκομμένη και «ομορφοδούλα » {που δουλεύει ωραία}. Εκέντα τα προικιά της μόνη της, χωρίς καμμίαν ανάγκην, μόνον διά ν’ ακολουθήση το έθιμον του χωρίου. Ποίον από τους τόσους γαμβρούς να εκλέξη ο πατήρ της; Εν τη αμηχανία του ανέβαλλε. Τέλος υπεσχέθη ότι θ’ απεφάσιζε να εκλέξη ένα, άμα θα εγύριζε, συν Θεώ, από το ταξίδι. Δέν ήσαν πλέον οι μυθολογικοί χρόνοι. Αγώνα και άθλον δέν ηδύνατο να προβάλη εις τους μνήστορας, και να δώση την κόρην γέρας εις τον νικητήν. Αλλ’ υπήρχον αγώνες και άθλοι βιοτικοί, και ο πλέον προκομμένος, όστις θα ενίκα τους άλλους εις το στάδιον του βίου, εκείνος θα ήτο ο εκλεκτός γαμβρός.
Εκάθητο η κόρη και ηύχετο να γυρίση γρήγορα ο πατήρ της, και είχε πίστιν και ελπίδα εις την καρδίαν της, και εκοπίαζε και εκέντα τα προικιά της. Αντικρύ, εις μίαν οικίαν, μακράν, εις απόστασιν μιλίου ίσως, ήτον ένα μπαλκόνι. Υπήρχον πολλά μπαλκόνια εδώ κ’ εκεί, τριγύρω και παντού, αλλά το μπαλκονάκι εκείνο εφείλκυε της Σειραϊνώς τα βλέμματα.
Προσήλου η κόρη το όμμα εκεί, επιμόνως και αποκλειστικώς. Ήτο περί τα τέλη Φεβρουαρίου, Παρασκευή ημέρα, της Καθαράς Εβδομάδος, παραμονή του Αγίου Θεοδώρου. Αρχαί της ανοίξεως, ήλιος, Θεού χαρά. Έξω εις το μπαλκονάκι εκείνο εκάθητο έν πρόσωπον και έκυπτεν επί των γονάτων του, καθώς έκυπτεν η Σειραϊνώ, και κάτι είχεν επί της ποδιάς του, καθώς αυτή είχε το κέντημά της.
Δέν ηδύνατο να διακρίνη τίποτε. Ήτο τόσον μακράν! Αλλ’ εφαίνετο να έχη πολύ ενδιαφέρον, μεγάλην επιθυμίαν. Ας είχεν όμματα αετίνας, ας ημπορούσε να ιδή καθαρά εις τόσην απόστασιν!
Πλην δεν ήτο αετίνα. Ήτο λευκή περιστερά, άχολος… και όμως είχε και αυτή τους πόθους, τας αδυναμίας και την περιέργειαν της Εύας.
Έβλεπεν, έβλεπεν. Αλλά δεν διέκρινε τίποτε. Έτεινε τας κόρας των οφθαλμών. Εις μάτην, δέν ημπορούσε να ίδη.
Μία, όχι πικρία αλλ’ οξινίλα, εφάνη εις τα χείλη της. Πώς να κάμη διά να μπορέση να ιδή!
Αίφνης εσηκώθη, άφησε το κέντημά της επί του καναπέ. Έτρεξεν εις έν έπιπλον, το ήνοιξεν, έψαξεν εις το βάθος, και εξήγαγε πράγμα τι μακρόν, κυλινδροειδές, ογκώδες, το οποίον εφαίνετο εκ μαύρου χαρτονίου. Αφήρεσε το κάλυμμα και ανέσυρεν από μέσα δεύτερον κύλινδρον, μετάλλινον τούτον. Τον έλαβε, διευθέτησεν όλον τον σκελετόν, τον εξέσυρε και επλησίασε το άκρον εις το όμμα της, και εγύρισε το στόμιον, το άλλο άκρον κατά το μπαλκονάκι, το αντικρινόν εκείνο.
Ήτο το παλαιόν οκιάλι, το ναυτικόν τηλεσκόπιον του πατρός της. Το είχεν αντικαταστήσει, φαίνεται, διά νεωτέρου ο καπετάν Γιωργής και διά τούτο το παλαιόν το είχεν αφήσει εις το σπίτι.
Η νεάνις το εκράτησε σιμά εις το όμμα της επί μακρόν και έβλεπεν, έβλεπεν αχόρταγα.
Δέν ήτο ανήρ, όχι, το υποκείμενον της τόσης μερίμνης της. Ήτο γυνή ή μάλλον κόρη, ώς αυτή. Ήτο το Μαλαμώ του παπα-Γιαννάκη. Η αντίζηλός της εις το χωρίον.
Αντίζηλός της εις τα κεντήματα, εις τα προικιά, εις την αρχοντιάν. Εφημίζετο ως πολύ ευφυής και εφευρετική εις τα κεντήματα. Εν ώρα γάμου κ’ εκείνη, καθώς αυτή, δεν έπαυε καθημερινώς να ετοιμάζη τα προικιά της.
Έως τώρα, παραδεδεγμένα κεντήματα διά τας κόρας όλου του χωρίου ήσαν οι κλάρες, τα λουλούδια, τα πουλάκια, τα ρόιδα, τ’ αστεράκια, το φεγγάρι και ο ήλιος.
Αλλά πώς να φθάση τις ν’ ανέλθη εις το ιδεώδες των παραμυθιών; Πώς να ζωγραφίση κεντητά «τον ουρανό με τ’ άστρα, τη γης με τα λούλουδα, τη θάλασσα με τα καράβια»;
Εσχάτως είχε διαδοθή ότι το Μαλαμώ του παπα-Γιαννάκη έβαινε προς το ιδεώδες τούτο, και αν δέν ημπορούσε να κεντά όλον τον ουρανόν, την γην και την θάλασσαν, με όλα τα άστρα, τα λούλουδα και τα καράβια, κατώρθωσε τουλάχιστον να κεντήση
γωνίαν ουρανού με άστρα, γωνίαν γης με λούλουδα και γωνίαν θαλάσσης με ολίγα καράβια.
Ας ήτο και τόση μόνον γωνία ουρανού, όσην ανατείνουσα αυτή το όμμα εθεώρει από το μπαλκονάκι της, τόση γωνία γης, όση κατήρχετο εις τον κρημνόν κάτω από το σπιτάκι της και τόση γωνία θαλάσσης, όσην περιέκλειε το μικρόν λιμανάκι, με τα δύο ή τρία καραβάκια του, με τας τέσσαρας βρατσέρας, τα τρία κότερα και την εικοσάδα των λέμβων των αλιευτικών.
Το κατόρθωμα ήτο μέγα. Και το Σειραϊνώ, η λευκή άσπιλος περιστερά, έτεινε το όμμα, έτεινε το οπτικόν όργανον του θαλασσινού πατρός της διά να ιδή, όπως εφαντάζετο, τί εκέντα η Μαλαμώ, και δέν ησύχαζεν εάν δέν εύρισκε τρόπον ν’ αντιγράψη ή να κλέψη το κέντημα της αντιζήλου της.
Αίφνης αφήκε βραχείαν κραυγήν χαράς. Ήτο και αυτή Εύα. Δέν ημπορούσε να διακρίνη με όλον το παλαιόν οκιάλι του πατρός της, τίποτε ευκρινές από το κέντημα το οποίον υπέθετεν, ή μάλλον ήτο βεβαία, ότι είχε το Μαλαμώ εις την ποδιάν της, αλλ’ ημπόρεσε να διακρίνη, καίτοι αμυδρώς και συγκεχυμένως, το πρόσωπον και τους χαρακτήρας της Μαλαμώς.
Δέν την είχεν ιδή από οκταετίας, όταν ήσαν ακόμη μαθήτριαι, και αντεφέροντο {μάλωναν} εις το σχολείον. Κ’ εμάλωναν καθημερινώς, ώς ήτο επόμενον. Αντίζηλοι εξ αντιζήλων, όχι μόνον κατά τας αξιώσεις της ευγενείας και αρχοντιάς, αλλά και από συνοικίας και ενορίας αντιζήλους.
Ήσαν τότε και αι δύο ασχημοκόριτσα ισχνά και αναιμικά, και δέν ηδύνατο κοινόν βλέμμα να διακρίνη κατά πόσον έμελλε να ξετρίψη ύστερον το Μαλαμώ, και κατά πόσον έμελλε να ξασπρίση το Σειραϊνώ.
Έκτοτε εμεγάλωσαν. Εκλείσθησαν. Εμανδαλώθησαν, κατά τα έθιμα του τόπου. Δεν έβγαιναν πλέον από το σπίτι, ειμή πέντε φοράς τον χρόνον: Την Μεγάλην Παρασκευήν, άμα ενύχτωνε, διά να ασπασθώσι τον Επιτάφιον κρυφά εις την μοναξίαν του ναού και εις το λυκόφως των κανδηλών και κηρίων, έν Σάββατον της Μεγάλης Σαρακοστής και τρεις καθημερινάς εκάστης των άλλων Σαρακοστών, διά να πάγουν να μεταλάβουν κρυφά εις εξωκκλήσιον.
Και τώρα, διά πρώτην φοράν, μετά οκτώ χρόνους, την έβλεπεν αμυδρώς με το οκιάλι του πατρός της. Και είδεν ότι δεν ήτο ωραία. Και ησθάνθη ακουσίως χαράν.
Είτα ευθύς, την έτυψεν η συνείδησις διατί να χαίρη και μέσα της βαθιά ελυπήθη διά την χαράν οπού ησθάνθη. Και πάλιν ευθύς, μέσα, βαθύτερα εις την συνείδησίν της, εχάρη διά την λύπην οπού ησθάνετο
«Και εκάλεσεν Αδάμ το όνομα της γυναικός αυτού Ζωή, ότι αυτή μήτηρ πάντων των ζώντων». Αυτή είναι η αληθής ζωή.
Εκράτει ακόμη το οκιάλι εις την χείρα το Σειραϊνώ, όταν αίφνης, σιγά-σιγά πατούσα ξυπόλυτη, αφήσασα τας εμβάδας της εις το έμβα της οικίας, εισήλθεν εις την κάμαρα την καλή η θεια-Ζήσαινα.
-Πήγα πλιό, παιδάκι μ’ … τί κόσμους, τί κουσμάκης, μαθές… Πήρα δυο κόλλυβα… Παπα-Νικόλας μ’ τα ’δωσε πλιό … Κείνους Δημητρός!… Τι καυγάς, τι πόλεμους, παιδάκι μ’! Δέν αφήν’ νε τούν κουσμάκη να πάρ’ δυό κόλλυβα, παιδάκι μ’, πλιό. Τα, τί λογάτε {τί λέτε γι’ αυτά}; Νά κι του λόου σ’ δυό, Σειραϊνάκι μ’, πλιό. Τα πήρα για τ’ Γιαννούλα μ’, για να διή, πλιό, του σαστικό {τον αρραβωνιαστικό} τς στουν ύπνου τς, πότε θα ’ρθή… Παπανικόλας μ’ τά ’δωσε. Τούνε βλέπ’νε στουν ύπνου τς, ακούς, κι του Γηρακώ του Μπαλάκι, κι του Μιλαχρώ του Σακαράκι, τουν είδιαν, ακούς… ουλουφάνερα, τ’ ακούς. Άις-Θόδωρας κάνει του θάμα… «Άι μ’ Θόδωρε καλέ, κι καλέ κι ταπεινέ… »
Θα ημπορούσε να εξακολουθήση ούτω επ’ άπειρον η θεια-Ζήσαινα, χωρίς να ημπορή κάθε άλλος να την εννοήση. Ευτυχώς η Σειραϊνώ εγνώριζε πολύ καλά την γλώσσαν της και εμάντευσεν αμέσως περί τίνος επρόκειτο.
…………………………………………………..
Η συνέχεια (συν Θεώ) την επόμενη Παρασκευή ή Σάββατο.
Το διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις (και εκεί σε δύο συνέχειες), αλλά αναφέρεται από τον ίδιο τον Παπαδιαμάντη [όπως μας πληροφορεί ο μέγιστος των ευβοιωτών φιλόλογος Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος, στο σύντομο κριτικό σημείωμα με το οποίο παρουσιάζει το εν λόγω διήγημα στην σημαντικότατη κριτική έκδοσι των Απάντων του Σκιαθίτη (Αλέξανδρος ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, ΑΠΑΝΤΑ, Γ΄ Τόμος, εκδόσεις Δόμος, 1986. Το κείμενο του διηγήματος στις σσ. 117-129, το σημείωμα σ. 673)] και με τον δεύτερο τίτλο «Τα πεθαμένα κόλλυβα».
ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΘΑΜΕΝΑ
«Ως ανασηκωμένη ποδιά ωραίας χωριατοπούλας, οπού πλύνει τα ρουχάκια της, τα πουκαμισάκια της, σιμά εις το πηγάδι, ανέρχεται και αναρριχάται και βαίνει προς τα άνω η λευκή εσχατιά της πολίχνης, εις τον βράχον τον ανατολικόν, τα Κοτρώνια, τον πετρώδη τριπλούν λόφον με τας τρεις κορυφάς, όπου το βράδυ, ενώ η δύσις χρυσά και πορφυρά βάφει τα σύννεφα αντικρύ, αναβαίνει παμμιγής ο βόμβος και ο ψίθυρος και το μινύρισμα {σιγοτραγούδισμα} μυρίων φωνών, φωνών γυναικείων, φωνών παιδικών, με ήχον μελωδικόν, ρεμβώδη, μυστηριώδη. Και αι γυναίκες φορτωμέναι την στάμναν των, ανα δύο ή τρεις, επιστρέφουν φλυαρούσαι απο την βρύσιν και τα παιδιά με τα τόπια των κυνηγούνται γύρω εις τα Λιβάδια ή τρέχουν και παίζουν το σκλαβάκι εις τα Αλώνια.
Σιμά εις την τρίτην, την χαμηλοτέραν κορυφήν, την παραθαλάσσιον, αναρριχώνται εις τον βραχώδη λόφον αι λευκαί οικίαι. Και η οικία του μακαρίτου του Μπονά, οπού την είχεν αγοράσει προ χρόνων ο καπετάν Γιωργής ο Παμφώτης, και την είχεν επισκευάσει και καλλωπίσει, ήτο κτισμένη επάνω εις πέτραν ριζιμιάν {βαθιά ριζωμένη}, σύρριζα εις τον βράχον, και προς τα κάτω εξετείνετο αυλή με σαράντα σκαλοπάτια, το κάθε σκαλοπάτι πλατύ όσον διά να πατήση τις δύο βήματα και υψηλόν όσον διά να χρειασθή τις άλμα να το αναβή. Δύο χαμηλά ισόγεια σπιτάκια, κάτω, δεξιόθεν και αριστερόθεν της αυλείου θύρας. Το έν ήτο πατητήριον ελαιών, το άλλο πλυσταρείον. Μία απλωταριά και ηλιακωτόν απο το έν μέρος της ανωφερούς αυλής, παμμεγέθης αμυγδαλιά ανθούσα ήδη απο το άλλο μέρος, στέρνα και πηγάδιον και κηπάριον με γάστρας ανθέων και ροιάς {ροδιές} και λεμονέας, με κάγκελα φραγμένον. Και άνω ο πάλλευκος άσπιλος οικίσκος, αρχαϊκόν κτίριον, εμπνέον σέβας, επέστεφε την ανωφερή μαρμαίρουσαν αυλήν.
Το έβλεπες μακράν και το εχαίρεσο κ’ εζήλευες κ’ έπιπτες εις ρέμβην κι έλεγες: Ας κατοικούσα εκεί!
Χειμερινός θάλαμος με την εστίαν του, τα μεντέρια {ντιβάνια} του και τα ράφια του, αρματωμένος με παλαιά ωραία πιάτα, δύο μικροί θαλαμίσκοι, όλοι γεμάτοι οθόνας και έπιπλα, το μαγειρείον, ο διάδρομος, όλα αστράπτοντα και πλουσίως ευτρεπισμένα. Η «καλή κάμαρη» προς το μεσημβρινόν μέρος με ωραία στιλβωμένα έπιπλα, με οθόνια λειομέταξα και τάπητας πολυχρόους. Βλέπουσα εις τον λιμένα, θεωρούσα όλην την λευκήν πολίχνην κάτω και αντικρύ, αγναντεύουσα την θάλασσαν, μετρούσα τα κατάρτια των καραβιών, και αριθμούσα τας λέμβους των αλιέων, εκάθητο η κόρη του σπιτιού, η Σειραϊνώ, λευκή και ασθενής ως το κρίνον, λεπτοφυής, πραεία και άχολος {άκακη} ώς η περιστερά. Είχε το κέντημά της επί των γονάτων. Ειργάζετο ανενδότως, νυχθημερόν∙ εκέντα τα προικιά της.
Εταξίδευεν ο πατήρ της με το καράβι, έπλεεν εις μακρινά, βαθιά, μαύρα πέλαγα. Πρώιμα απέπλευσεν εφέτος, μόλις είχαν φωτισθή τα νερά. Άμα θα επέστρεφε με το καλόν «να δέση» (δηλαδή να δέση το καράβι δι’ όλον τον χειμώνα), θ’ απεφάσιζε τέλος ν’ αρραβωνίση την κόρην του. Τοιαύτην υπόσχεσιν έδωκεν «εξωδίκως», καθώς λέγουν οι δικολάβοι, πριν αναχωρήση.
Γαμβροί υποψήφιοι υπήρχον όχι δύο ή τρεις, αλλά δωδεκάς ολόκληρος. Η κόρη είχε καλόν όνομα, ήτον μεγαλοπροικούσα, ήτον λευκή και άχολος ως περιστερά, ήτον προκομμένη και «ομορφοδούλα » {που δουλεύει ωραία}. Εκέντα τα προικιά της μόνη της, χωρίς καμμίαν ανάγκην, μόνον διά ν’ ακολουθήση το έθιμον του χωρίου. Ποίον από τους τόσους γαμβρούς να εκλέξη ο πατήρ της; Εν τη αμηχανία του ανέβαλλε. Τέλος υπεσχέθη ότι θ’ απεφάσιζε να εκλέξη ένα, άμα θα εγύριζε, συν Θεώ, από το ταξίδι. Δέν ήσαν πλέον οι μυθολογικοί χρόνοι. Αγώνα και άθλον δέν ηδύνατο να προβάλη εις τους μνήστορας, και να δώση την κόρην γέρας εις τον νικητήν. Αλλ’ υπήρχον αγώνες και άθλοι βιοτικοί, και ο πλέον προκομμένος, όστις θα ενίκα τους άλλους εις το στάδιον του βίου, εκείνος θα ήτο ο εκλεκτός γαμβρός.
Εκάθητο η κόρη και ηύχετο να γυρίση γρήγορα ο πατήρ της, και είχε πίστιν και ελπίδα εις την καρδίαν της, και εκοπίαζε και εκέντα τα προικιά της. Αντικρύ, εις μίαν οικίαν, μακράν, εις απόστασιν μιλίου ίσως, ήτον ένα μπαλκόνι. Υπήρχον πολλά μπαλκόνια εδώ κ’ εκεί, τριγύρω και παντού, αλλά το μπαλκονάκι εκείνο εφείλκυε της Σειραϊνώς τα βλέμματα.
Προσήλου η κόρη το όμμα εκεί, επιμόνως και αποκλειστικώς. Ήτο περί τα τέλη Φεβρουαρίου, Παρασκευή ημέρα, της Καθαράς Εβδομάδος, παραμονή του Αγίου Θεοδώρου. Αρχαί της ανοίξεως, ήλιος, Θεού χαρά. Έξω εις το μπαλκονάκι εκείνο εκάθητο έν πρόσωπον και έκυπτεν επί των γονάτων του, καθώς έκυπτεν η Σειραϊνώ, και κάτι είχεν επί της ποδιάς του, καθώς αυτή είχε το κέντημά της.
Δέν ηδύνατο να διακρίνη τίποτε. Ήτο τόσον μακράν! Αλλ’ εφαίνετο να έχη πολύ ενδιαφέρον, μεγάλην επιθυμίαν. Ας είχεν όμματα αετίνας, ας ημπορούσε να ιδή καθαρά εις τόσην απόστασιν!
Πλην δεν ήτο αετίνα. Ήτο λευκή περιστερά, άχολος… και όμως είχε και αυτή τους πόθους, τας αδυναμίας και την περιέργειαν της Εύας.
Έβλεπεν, έβλεπεν. Αλλά δεν διέκρινε τίποτε. Έτεινε τας κόρας των οφθαλμών. Εις μάτην, δέν ημπορούσε να ίδη.
Μία, όχι πικρία αλλ’ οξινίλα, εφάνη εις τα χείλη της. Πώς να κάμη διά να μπορέση να ιδή!
Αίφνης εσηκώθη, άφησε το κέντημά της επί του καναπέ. Έτρεξεν εις έν έπιπλον, το ήνοιξεν, έψαξεν εις το βάθος, και εξήγαγε πράγμα τι μακρόν, κυλινδροειδές, ογκώδες, το οποίον εφαίνετο εκ μαύρου χαρτονίου. Αφήρεσε το κάλυμμα και ανέσυρεν από μέσα δεύτερον κύλινδρον, μετάλλινον τούτον. Τον έλαβε, διευθέτησεν όλον τον σκελετόν, τον εξέσυρε και επλησίασε το άκρον εις το όμμα της, και εγύρισε το στόμιον, το άλλο άκρον κατά το μπαλκονάκι, το αντικρινόν εκείνο.
Ήτο το παλαιόν οκιάλι, το ναυτικόν τηλεσκόπιον του πατρός της. Το είχεν αντικαταστήσει, φαίνεται, διά νεωτέρου ο καπετάν Γιωργής και διά τούτο το παλαιόν το είχεν αφήσει εις το σπίτι.
Η νεάνις το εκράτησε σιμά εις το όμμα της επί μακρόν και έβλεπεν, έβλεπεν αχόρταγα.
Δέν ήτο ανήρ, όχι, το υποκείμενον της τόσης μερίμνης της. Ήτο γυνή ή μάλλον κόρη, ώς αυτή. Ήτο το Μαλαμώ του παπα-Γιαννάκη. Η αντίζηλός της εις το χωρίον.
Αντίζηλός της εις τα κεντήματα, εις τα προικιά, εις την αρχοντιάν. Εφημίζετο ως πολύ ευφυής και εφευρετική εις τα κεντήματα. Εν ώρα γάμου κ’ εκείνη, καθώς αυτή, δεν έπαυε καθημερινώς να ετοιμάζη τα προικιά της.
Έως τώρα, παραδεδεγμένα κεντήματα διά τας κόρας όλου του χωρίου ήσαν οι κλάρες, τα λουλούδια, τα πουλάκια, τα ρόιδα, τ’ αστεράκια, το φεγγάρι και ο ήλιος.
Αλλά πώς να φθάση τις ν’ ανέλθη εις το ιδεώδες των παραμυθιών; Πώς να ζωγραφίση κεντητά «τον ουρανό με τ’ άστρα, τη γης με τα λούλουδα, τη θάλασσα με τα καράβια»;
Εσχάτως είχε διαδοθή ότι το Μαλαμώ του παπα-Γιαννάκη έβαινε προς το ιδεώδες τούτο, και αν δέν ημπορούσε να κεντά όλον τον ουρανόν, την γην και την θάλασσαν, με όλα τα άστρα, τα λούλουδα και τα καράβια, κατώρθωσε τουλάχιστον να κεντήση
γωνίαν ουρανού με άστρα, γωνίαν γης με λούλουδα και γωνίαν θαλάσσης με ολίγα καράβια.
Ας ήτο και τόση μόνον γωνία ουρανού, όσην ανατείνουσα αυτή το όμμα εθεώρει από το μπαλκονάκι της, τόση γωνία γης, όση κατήρχετο εις τον κρημνόν κάτω από το σπιτάκι της και τόση γωνία θαλάσσης, όσην περιέκλειε το μικρόν λιμανάκι, με τα δύο ή τρία καραβάκια του, με τας τέσσαρας βρατσέρας, τα τρία κότερα και την εικοσάδα των λέμβων των αλιευτικών.
Το κατόρθωμα ήτο μέγα. Και το Σειραϊνώ, η λευκή άσπιλος περιστερά, έτεινε το όμμα, έτεινε το οπτικόν όργανον του θαλασσινού πατρός της διά να ιδή, όπως εφαντάζετο, τί εκέντα η Μαλαμώ, και δέν ησύχαζεν εάν δέν εύρισκε τρόπον ν’ αντιγράψη ή να κλέψη το κέντημα της αντιζήλου της.
Αίφνης αφήκε βραχείαν κραυγήν χαράς. Ήτο και αυτή Εύα. Δέν ημπορούσε να διακρίνη με όλον το παλαιόν οκιάλι του πατρός της, τίποτε ευκρινές από το κέντημα το οποίον υπέθετεν, ή μάλλον ήτο βεβαία, ότι είχε το Μαλαμώ εις την ποδιάν της, αλλ’ ημπόρεσε να διακρίνη, καίτοι αμυδρώς και συγκεχυμένως, το πρόσωπον και τους χαρακτήρας της Μαλαμώς.
Δέν την είχεν ιδή από οκταετίας, όταν ήσαν ακόμη μαθήτριαι, και αντεφέροντο {μάλωναν} εις το σχολείον. Κ’ εμάλωναν καθημερινώς, ώς ήτο επόμενον. Αντίζηλοι εξ αντιζήλων, όχι μόνον κατά τας αξιώσεις της ευγενείας και αρχοντιάς, αλλά και από συνοικίας και ενορίας αντιζήλους.
Ήσαν τότε και αι δύο ασχημοκόριτσα ισχνά και αναιμικά, και δέν ηδύνατο κοινόν βλέμμα να διακρίνη κατά πόσον έμελλε να ξετρίψη ύστερον το Μαλαμώ, και κατά πόσον έμελλε να ξασπρίση το Σειραϊνώ.
Έκτοτε εμεγάλωσαν. Εκλείσθησαν. Εμανδαλώθησαν, κατά τα έθιμα του τόπου. Δεν έβγαιναν πλέον από το σπίτι, ειμή πέντε φοράς τον χρόνον: Την Μεγάλην Παρασκευήν, άμα ενύχτωνε, διά να ασπασθώσι τον Επιτάφιον κρυφά εις την μοναξίαν του ναού και εις το λυκόφως των κανδηλών και κηρίων, έν Σάββατον της Μεγάλης Σαρακοστής και τρεις καθημερινάς εκάστης των άλλων Σαρακοστών, διά να πάγουν να μεταλάβουν κρυφά εις εξωκκλήσιον.
Και τώρα, διά πρώτην φοράν, μετά οκτώ χρόνους, την έβλεπεν αμυδρώς με το οκιάλι του πατρός της. Και είδεν ότι δεν ήτο ωραία. Και ησθάνθη ακουσίως χαράν.
Είτα ευθύς, την έτυψεν η συνείδησις διατί να χαίρη και μέσα της βαθιά ελυπήθη διά την χαράν οπού ησθάνθη. Και πάλιν ευθύς, μέσα, βαθύτερα εις την συνείδησίν της, εχάρη διά την λύπην οπού ησθάνετο
«Και εκάλεσεν Αδάμ το όνομα της γυναικός αυτού Ζωή, ότι αυτή μήτηρ πάντων των ζώντων». Αυτή είναι η αληθής ζωή.
Εκράτει ακόμη το οκιάλι εις την χείρα το Σειραϊνώ, όταν αίφνης, σιγά-σιγά πατούσα ξυπόλυτη, αφήσασα τας εμβάδας της εις το έμβα της οικίας, εισήλθεν εις την κάμαρα την καλή η θεια-Ζήσαινα.
-Πήγα πλιό, παιδάκι μ’ … τί κόσμους, τί κουσμάκης, μαθές… Πήρα δυο κόλλυβα… Παπα-Νικόλας μ’ τα ’δωσε πλιό … Κείνους Δημητρός!… Τι καυγάς, τι πόλεμους, παιδάκι μ’! Δέν αφήν’ νε τούν κουσμάκη να πάρ’ δυό κόλλυβα, παιδάκι μ’, πλιό. Τα, τί λογάτε {τί λέτε γι’ αυτά}; Νά κι του λόου σ’ δυό, Σειραϊνάκι μ’, πλιό. Τα πήρα για τ’ Γιαννούλα μ’, για να διή, πλιό, του σαστικό {τον αρραβωνιαστικό} τς στουν ύπνου τς, πότε θα ’ρθή… Παπανικόλας μ’ τά ’δωσε. Τούνε βλέπ’νε στουν ύπνου τς, ακούς, κι του Γηρακώ του Μπαλάκι, κι του Μιλαχρώ του Σακαράκι, τουν είδιαν, ακούς… ουλουφάνερα, τ’ ακούς. Άις-Θόδωρας κάνει του θάμα… «Άι μ’ Θόδωρε καλέ, κι καλέ κι ταπεινέ… »
Θα ημπορούσε να εξακολουθήση ούτω επ’ άπειρον η θεια-Ζήσαινα, χωρίς να ημπορή κάθε άλλος να την εννοήση. Ευτυχώς η Σειραϊνώ εγνώριζε πολύ καλά την γλώσσαν της και εμάντευσεν αμέσως περί τίνος επρόκειτο.
…………………………………………………..
Η συνέχεια (συν Θεώ) την επόμενη Παρασκευή ή Σάββατο.