Για τον αγαπημένο του
Άγιο, τον Γρηγόριο Θεολόγο, κατά τους Δυτικούς γνωστό και ως «Ναζιανζηνό», ο
διαχειριστής του «Νέου Παλαμήδη» έχει ήδη κάτι ψελλίσει, ενώ ακόμη του χρωστάει,
το ομολογεί, τα μέγιστα.
Βεβαίως εδώ
στο Ιστολόγιο τον τον τιμούμε ως Άγιο, αλλά τον γνωρίζουμε περισσότερο ως
ποιητή.
Κάποια
στιγμή, λοιπόν, θα επανέλθουμε διεξοδικότερα για την ποιητική του ιδιοσυγκρασία
και ιδιοφυϊα· άλλωστε, μην ξεχάσουμε, εφέτος έχουμε και την 1690ή επέτειο από
την γέννησί του (το 329 θεωρείται σχετικά ως το πιθανότερο έτος)! Σήμερα, υπακούοντες
και στο κλίμα των ημερών, διαλέξαμε να κάνουμε μια αναφορά (την πρώτη μας!) σε
ένα του πρωτοποριακό για την εποχή του έργο: το δράμα γνωστό ως «Χριστός Πάσχων»,
μια (μοναδική στην Βυζαντινή Λογοτεχνία!;) τραγωδία 602 στίχων με θέμα το Θείο
Πάθος!
Επιτρέψτε μου πρώτα δύο σχόλια
συμπληρωτικά σε όσα έγραφα σε προηγούμενη παλιά ανάρτησι, σχετικά με την
συγγραφική του παραγωγή:
Συγκεκριμένα μας έχουν διασωθή 45 λόγοι, 246 επιστολές και
408 «έπη». Επίσης ο Γρηγόριος - η
σύγρονη φιλολογική κριτική πρέπει τελικώς να παραδεχθή την υόδειξι της παραδόσεως
– είναι και θεατρικός συγγραφέας! Συνέγραψε το θρησκευτικό δράμα «Χριστός
Πάσχων», απανθισμένο (σχεδόν συντεθημένο) σε μεγάλο βαθμό με στίχους από τραγωδίες
του Ευριπίδη.
(…) Για πολλά χρόνια η φιλολογική κριτική συνηγορούσα με την
γνώμη μεγάλων μεγάλων μελετητών, όπως του Krumbacher, το θεωρούσε κατηγορηματικά έργο μεταγενέστερο και
ψευδεπίγραφο (...)
Αλλά φτάνουν τα φιλολογικά. Πάμε να απολαύσουμε ένα
απόσπασμα από το α΄ μέρος του έργου. Είναι η σκηνή όπου η Θεοτόκος μετά την
προδοσία του Ιούδα και την σύλληψι του Ιησού, μαθαίνει την θανατική του
καταδίκη και ταυτόχρονα βλέπει το εξαγριωμένο πλήθος να οδηγεί τον Γιό της στο
δρόμο του Μαρτυρίου.
Παραθέτουμε το πρωτότυπο κείμενο στην αρχαία μας γλώσσα και
προσθέτουμε μια έμμετρη πρότασι στην νεοοελληνική.
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙ!
...................................................
ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ:
{ΘΕΟΤΟΚΟΣ}
Αἲ αἴ, τί δράσω; καρδία γὰρ οἴχεται.
Πῇ πῇ πορεύῃ, Τέκνον; ὡς ἀπωλόμην·
ἕκητι τίνος τὸν ταχὺν τελεῖς δρόμον;
μὴ γάμος αὖθις ἐν Κανᾷ κἀκεῖ τρέχεις,
ἵν' ἐξ ὕδατος οἰνοποιήσῃς ξένως;
Ἐφέψομαί σοι, Τέκνον, ἢ μενῶ σ' ἔτι;
∆ὸς δὸς λόγον μοι, τοῦ Θεοῦ Πατρὸς Λόγε,
μὴ δὴ παρέλθῃς σῖγα δούλην μητέρα·
νῦν γὰρ στόματος φιλίου χρῄζω σέθεν
φωνῆς ἀκοῦσαι καὶ προσειπεῖν, ὦ Τέκνον.
∆ός μοι, πρὸς αὐτοῦ Πατρός, ὦ Τέκνον, σέθεν,
σοῦ θεσπεσίου χρωτὸς ἅψασθαι χεροῖν
ψαῦσαι ποδῶν τε καὶ περιπτύξασθαί σε.
Φεῦ φεῦ, τί δράσω; καρδία μου δίκεται.
Ὦ δεῦτε, φίλαι, δεῦτε, λίπωμεν φόβον·
προσέλθετ', ἀσπάσασθε καὶ προσείπατε,
λάζεσθε χειρὸς δεξιᾶς. Τάλαιν' ἐγώ,
ὡς ἀρτίδακρύς εἰμι καὶ φόβου πλέα.
Αἲ αἴ, πανώλης ἡ τάλαιν' ἀπόλλυμαι.
Γυναῖκες, ὄψιν στυγνὰν ὡς εἶδον Τέκνου,
ποθῶ τεθνᾶναι, ζῆν δ' ἔτ' οὐδαμῶς φέρω.
Οἴμοι, τί δράσω; πῶς λάθω λαῶν χέρας;
ἐχθροὶ γὰρ ἐξιᾶσι πάντα δὴ κάλων,
κοὐκ ἔστιν ἄτης εὐπρόσοιστος ἔκβασις.
Τί γοῦν τί δράσω; πῶς φύγω τόσους βρόχους;
ΕΜΜΕΤΡΗ ΑΠΟΔΟΣΙ (Αλέξανδρου Σελλενίδη):
ΘΕΟΤΟΚΟΣ
Άχ, αλίμονο, τί κάνω; Σταμάτησε η καρδιά μου.
Για πού τό βαλες παιδί μου, νομίζω πως πεθαίνω.
Για ποιά αιτία και για πού, ξάφνου τον δρόμο παίρνεις;
Μήπως θα τρέξεις στην Κανά, πάλι για κάποιον γάμο,
να κάνεις το νερό κρασί, σαν θαύμα να κεράσεις;
Να ‘ρθω μαζί σου, τέκνο μου, ή να σε περιμένω;
Μίλα μου, γιέ μου, μίλα μου, ο του Πατρός Σου Λόγος,
αμίλητος μην προσπερνάς την δόλια σου την μάνα.
Θέλω ν’ ακούσω να μιλά τ’ αγαπημένο στόμα
κ’ εγώ μετά, παιδάκι μου, να σ’ αποχαιρετήσω.
Στο όνομα του πατέρα σου, άσε με να σ’ αγγίξω,
να χάιδευα το πρόσωπο, το θεϊκό, τα πόδια,
με τα πικρά τα χέρια μου να σε σφιχταγκαλιάσω.
Ώχου, τί κάνω η μαύρη μου; Σκίζεται η καρδιά μου.
Εδώ, καλές μου, ας έλθετε, ας διώξουμε τον φόβο·
σιμώστε και κρατήστε του το χέρι που ευλογούσε,
δώστε ασπασμό και πήτε του, μαζί μου, ένα αντίο.
Αλίμονό μου, γέμισα με φόβο και με δάκρυα.
Πνίγομαι σβήνω η δύσμοιρη, μεσ’ στην καταστροφή μου.
Το πρόσωπο, φίλες, το χλωμό, σαν βλέπω του παιδιού μου
τον θάνατό μου επιθυμώ, την ζήσι δεν την θέλω.
Και πώς να κάνω να σωθώ από τα χέρια του όχλου;
Γιατι οι εχθροί με κύκλωσαν από παντού με δίχτυα·
δεν φαίνεται εύκολη η διαφυγή από την συμφορά μου.
Πώς να ξεφύγω, πέστε μου, από τα τόσα βρόχια;
Για πού τό βαλες παιδί μου, νομίζω πως πεθαίνω.
Για ποιά αιτία και για πού, ξάφνου τον δρόμο παίρνεις;
Μήπως θα τρέξεις στην Κανά, πάλι για κάποιον γάμο,
να κάνεις το νερό κρασί, σαν θαύμα να κεράσεις;
Να ‘ρθω μαζί σου, τέκνο μου, ή να σε περιμένω;
Μίλα μου, γιέ μου, μίλα μου, ο του Πατρός Σου Λόγος,
αμίλητος μην προσπερνάς την δόλια σου την μάνα.
Θέλω ν’ ακούσω να μιλά τ’ αγαπημένο στόμα
κ’ εγώ μετά, παιδάκι μου, να σ’ αποχαιρετήσω.
Στο όνομα του πατέρα σου, άσε με να σ’ αγγίξω,
να χάιδευα το πρόσωπο, το θεϊκό, τα πόδια,
με τα πικρά τα χέρια μου να σε σφιχταγκαλιάσω.
Ώχου, τί κάνω η μαύρη μου; Σκίζεται η καρδιά μου.
Εδώ, καλές μου, ας έλθετε, ας διώξουμε τον φόβο·
σιμώστε και κρατήστε του το χέρι που ευλογούσε,
δώστε ασπασμό και πήτε του, μαζί μου, ένα αντίο.
Αλίμονό μου, γέμισα με φόβο και με δάκρυα.
Πνίγομαι σβήνω η δύσμοιρη, μεσ’ στην καταστροφή μου.
Το πρόσωπο, φίλες, το χλωμό, σαν βλέπω του παιδιού μου
τον θάνατό μου επιθυμώ, την ζήσι δεν την θέλω.
Και πώς να κάνω να σωθώ από τα χέρια του όχλου;
Γιατι οι εχθροί με κύκλωσαν από παντού με δίχτυα·
δεν φαίνεται εύκολη η διαφυγή από την συμφορά μου.
Πώς να ξεφύγω, πέστε μου, από τα τόσα βρόχια;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου