Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

«Στην Παναγία την Κεχριά». Ένα θρησκευτικό ποίημα του Παπαδιαμάντη. "Alla Madonna di Kechria": Una poesia religiosa di Alexandros Papadiamantis

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!!

[Μόλις σήμερα, με την χάρι Της, επανερχόμαστε στο επικίνδυνο (και ελάχιστα εύκολο καλοκαιριάτικα) σπορ της Ιστολογίας, μετά από πολλές ημέρες γεμάτες με οικογενειακές μέριμνες, αλλά και με αναπόφευκτες ευθύνες και έκτακτες προσωπικές υποχρεώσεις. ]
.



ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΝ ΚΕΧΡΙΑ

Γλυκειά Παρθέν', αξίωσέ με
νά ‘ρθω και πάλι στο ναό σου,
όπου φυσά γλυκά η αύρα
στα πλατάνια τα θεόρατα
κάτω στο ρέμα, που η πηγή κελαρύζει
κι επάνω θροΐζ’ η αύρα μαλακά.

Όλος ο ήλιος λάμπει στο θόλο
του ωραίου ναού σου με τα πιατάκια τα ποικιλμένα
κι ευωδιάζ' η μύρτος κ’ η δάφνη
ολόγυρα, κ’ η βρύση κελαδεί
στην αυλή που ανθεί ο λιβανωτός κι [ο θύμος].

Στα νιάημερα τ' αγαπημένα
της δοξασμένης μεταστάσεώς σου
ήθελα νά ‘μαι να ψάλω το "Πεποικιλμένη..."
στο πανηγύρι το σεμνό.

Να βλέπω, να θαυμάζω τη χλωμή μορφή σου,
με τα ματάκια τα κλειστά,
με τα χεράκια σταυρωμένα,
κι ο Υιός σου να κρατή την άμωμη ψυχή σου,
ως τρυγόνα στα χεράκια.

Κι Απόστολοι εκ περάτων
στα σύννεφα επάνω πετώντας,
κι Άγγελοι με σταυρωμένα χέρια
βλέπουν το θάμα το φριχτό!

Ψηλά επάνω απ' το δώμα, από δυο παραθυράκια,
με τις κουκούλες δυο καλογεράκια
προβάλλουν και τείνουν από ένα τόμον ανοιχτό!

κι ο ένας γράφει "θνητή γυναίκα του Θεού μητέρα"
κι ο άλλος• "τ' ουρανού είσαι πλατυτέρα,
ως έμψυχος ναός και θρόνος του Θεού..."

Γλυκειά Παρθέν' αξίωσέ με
νά ‘ρθω και πάλι στο ναό σου,
όπου φυσά γλυκά η αύρα
στο ρέμα στα πλατάνια μυστικά!

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (1920)

Σχόλιο για την διόρθωσι:
[ΣΗΜ. Ο στίχος 11 που έτσι κι αλλιώς παρουσιάζει φιλολογικά προβλήματα (μάλιστα ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος γράφει πως «Γενικά η παράδοση του κειμένου του ποιήματος δεν είναι καθόλου καθησυχαστική», βλ. ό. παρακάτω σ. 363), καθώς δεν υπάρχει διαθέσιμο το αυτόγραφο του ποιητή, είναι απο εμάς εδώ διορθωμένος με το «κι {ο θύμος}».
Από την μια -όπως έχει αρμοδίως επισημανθή για αυτόν τον λειψό στίχο– δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η πρόταση του Βαλέτα, πρώτου εκδότη: «ἡ μύρτος», αφού αυτή η λέξι χρησιμοποιήθηκε στο ποίημα μόλις δυο στίχους πρωτύτερα.
Βέβαια η φιλόδοξη παρέμβασις μας δεν είναι και τόσο αυθαίρετη. Η λόγια λ. θύμος για το θυμάρι, τον τόσο χαρακτηριστικό για την ελληνική φύση κι αγαπημένο στην ποίησι θάμνο, αναφέρεται ονομαστικά από τον Σκιαθίτη σε ανάλογη περίπτωσι πεζολογικής περιγραφής εξωκλησιού της ιδιαίτερης πατρίδας του (: Βαρδιάνος στα Σπόρκα), όπως εύστοχα αναφέρει ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος. Μια λύσι που θα την προτιμούσε και ο ίδιος στην κριτική του έκδοσι, την οποία κι εμείς ακολουθούμε «αν η πρώτη δημοσίευση δεν είχε κ’, που ζητεί να ακολουθεί το θηλυκό άρθρο». Και επ’ αυτού, παρ’ όλο που είναι σπανιότερος και απ’ όσο γνωριζουμε αμάρτυρος, εμείς να αναφέρουμε τον τύπο της λέξης και σε θηλ. γένος, (ενν. η βοτάνη), όπως φαίνεται να αποδίδει βοτανολόγος του 17ου αι. (Nicholas Culpeper, 1616 – 1654) τον επίμαχο θάμνο, αναφερόμενος στην επιστημονική ονομασία του ως Thymus vulgaris (Labiatae), όταν έγραφε < ή τον …μετάφραζαν; > : «H thymvs vulgaris (θυμάρι) αποτελεί ένα σημαντικό δυναμωτικό των πνευμόνων…»]

Το ποίημα και σε πολυτονική γραφή (βλ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, ΑΠΑΝΤΑ, κριτική έκδοση Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Εκδόσεις Δόμος, 1988, τ. 5 , σ. 30-31):

ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΝ ΚΕΧΡΙΑ

Γλυκειὰ Παρθέν᾿, ἀξίωσέ με
νὰ ’ρθω καὶ πάλι στὸ ναό σου,
ὅπου φυσᾷ γλυκὰ ἡ αὔρα
στὰ πλατάνια τὰ θεόρατα
κάτω στὸ ρέμα, ποὺ ἡ πηγὴ κελαρύζει
κ’ ἐπάνω θροΐζ’ ἡ αὔρα μαλακά.

Ὅλος ὁ ἥλιος λάμπει στὸ θόλο
τοῦ ὡραίου ναοῦ σου μὲ τὰ πιατάκια τὰ ποικιλμένα
κ’ εὐωδιάζ᾿ ἡ μύρτος κ’ ἡ δάφνη
ὁλόγυρα, κ’ ἡ βρύση κελαδεῖ
στὴν αὐλή, ποὺ ἀνθεῖ ὁ λιβανωτὸς κ’ [ἡ μύρτος].

Στὰ νιάημερα τ᾿ ἀγαπημένα
τῆς δοξασμένης μεταστάσεώς σου
ἤθελα νὰ ’μαι νὰ ψάλω τὸ «Πεποικιλμένη»
στὸ πανηγύρι τὸ σεμνό.

Νὰ βλέπω, νὰ θαυμάζω τὴ χλωμὴ μορφή σου,
μὲ τὰ ματάκια τὰ κλειστά,
μὲ τὰ χεράκια σταυρωμένα,
κι ὁ Υἱός σου νὰ κρατῇ τὴν ἄμωμη ψυχή σου,
ὡς τρυγόνα στὰ χεράκια.

Κι Ἀπόστολοι ἐκ περάτων
στὰ σύννεφα ἐπάνω πετώντας,
κι Ἄγγελοι μὲ σταυρωμένα χέρια
βλέπουν τὸ θάμα τὸ φριχτό!

Ψηλὰ ἐπάνω ἀπ᾿ τὸ δῶμα, ἀπὸ δυὸ παραθυράκια,
μὲ τὶς κουκοῦλες δυὸ καλογεράκια
προβάλλουν καὶ τείνουν ἀπὸ ἕνα τόμον ἀνοιχτό!

Κι ὁ ἕνας γράφει: «θνητὴ γυναίκα τοῦ Θεοῦ Μητέρα»
κι ὁ ἄλλος: «τ᾿ οὐρανοῦ εἶσαι πλατυτέρα,
ὡς ἔμψυχος ναὸς καὶ θρόνος τοῦ Θεοῦ...»

Γλυκειὰ Παρθέν᾿, ἀξίωσέ με
νὰ ’ρθω καὶ πάλι στὸ ναό σου,
ὅπου φυσᾷ γλυκὰ ἡ αὔρα
στὸ ρέμα στὰ πλατάνια μυστικά!


Παπαδιαμάντης Ἀλέξανδρος (1920)

Δεν υπάρχουν σχόλια: