Παρασκευή 6 Μαρτίου 2009

Αλεξάνδρου ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ, «Τα πεθαμένα κόλλυβα» (Διήγημα: «Άγια και Πεθαμένα». Β΄) Alexandros Papadiamantis, racconto: “I colivi morti” (Parte seconda)

Αλεξάνδρου ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ, Διήγημα: «Άγια και Πεθαμένα». Μέρος Β΄
Alexandros Papadiamantis, racconto: “I colivi morti” (Parte seconda)*


(Συνέχεια από την ανάρτησι της 28ης Φεβρουαρίου, όπου το Α΄ μέρος)

......................................................................

«... Ήτο Παρασκευή της Α΄ εβδομάδος των Νηστειών, η προτεραία του Αγίου Θεοδώρου. Την πρωίαν εκείνην, εις την λειτουργίαν των Προηγιασμένων, προσεφέρετο αφθονία κολλύβων εις τους ναούς.
Τα προσφερόμενα κόλλυβα ήσαν όχι μόνον «πεθαμένα κόλλυβα», εις μνήμην των νεκρών, αλλά και εορτάσιμα κόλλυβα, προς τιμήν του Αγίου Θεοδώρου. Ψυχοσάββατον δέν είναι η ημέρα, αλλά μόνον Σάββατον σαρακοστιανόν, καθ’ όλα δε τα Σάββατα εν γένει γίνονται μνείαι των νεκρών μετά κολλύβων. Προσέτι, δεν είναι μνήμη «των Αγίων Θεοδώρων», αλλά μόνον του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος, και όχι πάλιν η μνήμη αυτού, ήτις τελείται κατά την 17 Φεβρουαρίου, όπως η του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτου τη 8 του αυτού, αλλά μόνον «Ανάμνησις του διά κολλύβων γενομένου θαύματος παρά του Αγίου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος», ότε ο ασεβής τύραννος Ιουλιανός ο Παραβάτης ηθέλησε να μολύνη τους χριστιανούς, κατά την πρώτην εβδομάδα των Νηστειών, διά των ειδωλοθύτων {τα κρέατα που προσφέρονταν στους πιστούς μετά απο τις θυσίες }, εμφανισθείς δε ο Άγιος εις τον επίσκοπον παρήγγειλε να δώση κόλλυβα εις τους πιστούς να φάγουν, εξηγήσας άμα τί είναι τα κόλλυβα.
Εις τας μνήμας όλων των Αγίων προσφέρονται κόλλυβα τιμητικά, εορτάσιμα, εξαιρέτως δε κατά την εορτήν ταύτην του Αγίου Θεοδώρου, εις ανάμνησιν του θαύματος. Τα κόλλυβα δε ταύτα του Αγίου Θεοδώρου είχον και θαυματουργόν ιδιότητα διά τας κόρας του λαού.
Εάν είχε πίστιν εις τον Θεόν και ευλάβειαν εις τον Άγιον, ήρκει πάσα κόρη να λάβη μίαν δράκα εξ αυτών των αγίων κολλύβων και την νύκτα της Παρασκευής προς το Σάββατον να τα βάλη υποκάτω εις το προσκέφαλόν της, διά να ίδη καθ’ ύπνον ολοφάνερα τον μέλλοντα ευτυχή σύζυγόν της.
Εβασίζετο η δοξασία επί της παραδόσεως… Ο άγιος Μάρτυς Θεόδωρος εθεωρείτο ανέκαθεν ως ο ευρετής των απολωλότων και ο αποκαλυπτής των κρυφίων. Διηγούνται τα συναξάρια πώς είς άρχων είχε χάσει τον δούλον του, πώς προσήλθεν ικετεύων εις τον ναόν του Μάρτυρος, ο δε Άγιος συνέβη να λείπη την νύκτα εκείνην, διότι είχεν υπάγει, μεθ’ όλων των ταγμάτων των Αθλοφόρων, εις προϋπάντησιν της ψυχής του οσίου Ιωσήφ του υμνογράφου (ούτος είναι ο ποιητής του κατά τας ημέρας ταύτας ηχούντος εν τοις ναοίς «Χριστού βίβλον έμψυχον»), εξ ευγνωμοσύνης, διότι είχε τιμήσει δι’ ύμνων και εγκωμίων όλους τους Μάρτυρας∙ πώς την άλλην ημέραν επέστρεψεν ο Άγιος Θεόδωρος και αφού εξήγησε τον λόγον της απουσίας του και της βραδύτητος, απεκάλυψεν εις τον αιτούντα πού ευρίσκετο ο εξαφανισθείς δούλος.


Η θεια-Ζήσαινα είχεν υπάγει το πρωί εκείνο, σύνταχα, εις τον ναόν των Τριών Ιεραρχών. Μετά τον Όρθρον και τας Ώρας, ήρχισεν η θεία λειτουργία των Προηγιασμένων. Εις την απόλυσιν εψάλη το τροπάριον και το κοντάκιον του αγίου Θεοδώρου και το «Τη πρεσβεία Κύριε», ο δε ιερεύς ελθών εις το προσκυνητάριον μετά θυμιατού ήρχισε να απαγγέλλη την ωραίαν και μεγαλοπρεπή ευχήν των εορτασίμων κολλύβων:
«Ο πάντα τελεσφορήσας τω λόγω σου, Κύριε, και κελεύσας τη γή παντοδαπούς εκφύειν καρπούς εις απόλαυσιν και τροφήν ημετέραν, ο τοις σπέρμασι τους Τρεις Παίδας και Δανιήλ των εν Βαβυλώνι αβροδιαίτων λαμπροτέρους αναδείξας, αυτός, πανάγαθε Βασιλεύ, και τα σπέρματα ταύτα συν τοις διαφόροις καρποίς ευλόγησον, και τους εξ αυτών μεταλαμβάνοντας πιστούς δούλους σου αγίασον∙ ότι εις δόξαν σήν, Κύριε, και εις τιμήν και μνήμην του αγίου και ενδόξου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος, ταύτα προετέθησαν παρά των σών δούλων, και εις μνημόσυνον των εν ευσεβεία και πίστει τελειωθέντων».
Απήγγελλεν ακόμη ο παπα-Ζαχαρίας την ευχήν, και δεν είχεν αρχίσει ακόμη το «Μετά πνευμάτων δικαίων», διά να διαβασθούν και τα άλλα κόλλυβα, τα νεκρώσιμα, τα οποία ευρίσκοντο ολόγυρα, υπό την εικόνα του Χριστού, δεξιά, επί των βαθμίδων του τέμπλου, και τα ξυπόλυτα παιδιά του δρόμου, και τα αχτένιστα και άνιφτα φτωχοκόριτσα της ενορίας είχον συσπειρωθεί τριγύρω εις τας βαθμίδας, και εθορύβουν, και ησθάνοντο ακάθεκτον ορμήν ν’ αρπάσωσι κόλλυβα. Μίαν ζεμπίλαν αρκετά μεγάλην εκράτει εις την χείρα ο κυρ Προκόπης, ο επίτροπος, και την άλλην τεραστίαν ζεμπίλαν ο μπαρμπα-Δημητρός, πρώην επίτροπος, νύν νεωκόρος, όστις εφώναζε κι εχειρονόμει, προσπαθών να κατασιγάση το απειθάρχητον και αχαλίνωτον στίφος των παιδίων.
-Ήσυχα, βρε παιδιά, εψιθύριζε μαλακά ο κυρ Προκόπης. Όλοι θα πάρετε.
-Θα ησυχάσετε, βρε σεις, κλήρες {παλιόπαιδα}; έκραζεν ο μπαρμπα-Δημητρός. Θα σπάσετε τα ξένα πιάτα, κακό χρονάχετε! Μη χύνετε τα κόλλυβα κάτω, φωτιά να σας κάψη!… Ήσυχα… σταθήτε… δέ θα πάρει κανένας εδώ… Θα κάμετε τις πλάκες της εκκλησιάς σάν τα μούτρα σας… βρέ, πανούκλες! όξου! όξου!
-Όξου! έκραξε κι ο κυρ Προκόπης ο επίτροπος∙ όξου θα μοιρασθούν.
Ο μπαρμπα-Δημητρός έκυπτεν εν αγωνία, κι επάσχιζε ν’ αδειάση τα πιάτα δύο-δύο εις την ζεμπίλαν, και οι πανούκλες έπεφταν με τα μούτρα κι άρπαζαν με τες φούχτες των, κ’ εγέμιζαν τους κόλπους των υποκαμίσων των, προέχοντας ως πανιά τα οποία ο άνεμος φουσκώνει.
-Κακό μπουρίνι αυτό, μπαρμπα-Δημητρό, είπεν ο Γιάννης ο Ντάτσος, κύψας και αυτός ν’ αρπάση μίαν φούχταν κόλλυβα από την μεγάλην ζεμπίλαν.
-Μπουρίνι, καλά λές, Γιάννη, είπεν ο γερο-Δημητρός, συλλαβών την χείρα του Γιάννη και πιέζων αυτήν σφιχτά μέσα εις την ζεμπίλαν, διά ν’ αφήση τα κόλλυβα. Καλά το παρωμοίασες. Σαν τη βάρκα που θα πέση μέσα αέρας δυνατός και σαστίζει κανείς, τη σκότα να μαζέψη, το τιμόνι να μαντζαριστή {να χειριστή} ή το κουπί να δουλέψη.
Κ’ ενώ ηγωνίζετο ν’ αποκρούση την έφοδον του Γιάννη, από το άλλο μέρος τα παλιόπαιδα και τα φτωχοκόριτσα άρπαζαν ολόκληρα πιάτα κ’ εγέμιζαν τους κόλπους των ή τας ποδιάς των.
-Όξου! όξου! εφώναξε πάλιν ο κυρ Προκόπης, συλλαβών δύο μάγκας από το αυτί.
Ωφεληθείς από τον αντιπερισπασμόν, ο Αποστόλης ο Κακόμης, του ήρπασεν από την χείρα το δεύτερον ζεμπίλι, το μικρότερον, τάχα διά να τον ξελαφρώση.
-Εγώ τα μοιράζω, κυρ-Προκόπη, έκραξεν, εγώ∙ ησύχασε τουλόγου σου.


Τριγύρω εις το προσκυνητάρι, αφού ετελείωσεν η ευχή των κολλύβων των προς τιμήν του Αγίου, οι παπάδες έδωκαν από μίαν φούχταν κόλλυβα εις πολλές ενορίτισσες, οπού έκαμναν καρτέρι εκεί, θέλουσαι να λάβωσι κόλλυβα κατ’ απαίτησιν των θυγατέρων των ή των νεανίδων αδελφών των, όσαι επεθύμουν να ίδωσι την μοίραν των διά της θαυματουργού δυνάμεως των κολλύβων. Έτρεξαν εκεί και μάγκες και παλιοκόριτσα, αλλ’ ο παπα-Νικόλας, αφού έδωκεν ανά έν απλόχερον εις όσας επρόφτασαν και εκενώθη η μία σουπιέρα, έλαβε την άλλην σουπιέραν και την απεκόμισεν εις το ιερόν βήμα, με σκοπόν να στείλη κατ’ οίκους και εις άλλας ενορίτιδας.
Εν τω μεταξύ, η τεραστία ζεμπίλα, διά χειρών του μπαρμπα-Δημητρού, μετά πολλούς ωθισμούς και ελκυσμούς, έφθασεν αισίως έξω εις την υψηλήν πεζούλαν του νάρθηκος, όπου ο ορμαθός των παιδίων εκρεμάσθη τριγύρω εις την βράκαν του μπαρμπα-Δημητρού, ενώ η άλλη, η μικρή ζεμπίλα του Κακόμη, είχε ναυαγήσει εις τον μισόν δρόμον και διεσπάρησαν τα κόλλυβα εδώ κ’ εκεί εις τα μάρμαρα και εις το έδαφος της γης, κ’ έπεφταν με τα μούτρα τα παιδιά εν αλαλαγμώ και τα άρπαζαν. Μία πρώιμη κλώσσα με τα πουλάκια της και άλλαι παχείαι όρνιθες, ημίσεια δωδεκάς (όλαι αι όρνιθες της γειτονιάς ήσαν παχείαι, χάρις εις τα κόλλυβα), έτρεξαν κ’ έπεσαν εις τα κόλλυβα, έψαχναν, έφευγαν με φόβον και με αποκοτιάν, κ’ εγύριζαν, κ’ έτρωγαν με κλωγμούς και κικκαβισμούς δυσπίστους.
Και το σμήνος των παιδίων γύρω εις την βράκαν του Δημητρού εβόμβει κι έκαμνε φοβερόν θόρυβον, και δεν έπαυε ν’ ακούεται η κραυγή:
-Δώ μ’ κ’ εμένα μπάρμπα!
-Κ’ εμένα μπάρμπα!
-Τώρα πήρες εσύ!
-Εγώ δεν επήρα!
-Κ’ εγώ δεν επήρα!
Το παιδίον εδείκνυεν αφελώς τας χείρας του κενάς, πλην ο κόρφος εφούσκωνε∙ και το άλλο παιδίον, με το στόμα πλήρες, έκαμνεν όρκον ότι δεν επήρε.
Πολλοί άνδρες, εξελθόντες από τα μαγαζεία, πτωχαί γυναίκες, βαστούσαι νήπια εις τας ωλένας, ήλθον, κ’ έτεινον τας χείρας διά τα κόλλυβα.
Κ’ έλεγον:
-Θεός σχωρέσ’ ! Θεός σχωρέση!
-Δώ μ’ κ’ εμένα, μπάρμπα.
-Εγώ δεν επήρα!
-Μά το ναι και μά το ό;
-Μά το ψέμα π’ σε γελώ.
Το νέφος των παιδίων έβρεμεν ακόμη γύρω εις την ζεμπίλαν του μπαρμπα-Δημητρού, όταν εξήλθεν από τον ναόν η θεια-Ζήσαινα, διά να ζητήση και αυτή ολίγα κόλλυβα πεθαμένα, διά να σχωρέση. Εκείνα τα οποία της είχε δώσει, από τα κόλλυβα τα πανηγυρικά, ο παπα-Νικόλας, τα είχε δέσει καλά εις την μίαν άκρην της μεγάλης μανδήλας της. Είτα είχεν υπάγει προς το μέρος του τέμπλου, κ’ εκεί ευρέθη μία φίλη της κρατούσα έν πιάτον μισογεμάτον κόλλυβα. Της έδωκε κ’ εκείνη μίαν φούχταν.
Τα κόλλυβα ταύτα η θεια-Ζήσαινα τα εξέλαβεν επίσης ως άγια, όχι ως νεκρώσιμα, και ηθέλησε να τα δέση εις την ιδίαν άκρην της μανδήλας της, μαζί με τα άλλα. Τότε η γυνή της λέγει ότι ήσαν πεθαμένα τα κόλλυβα αυτά και δεν έπρεπε να βάλη μαζί άγια και πεθαμένα, διότι τότε εκείνη η κόρη, οπού θα τα έβαλλεν εις το προσκέφαλόν της, διά να ιδή την μοίραν της, θα έβλεπεν εις το όνειρόν της μόνον αποθαμένα πρόσωπα, αντί να ιδή τον πολυπόθητον μέλλοντα αρραβωνιαστικόν.
Η θεια-Ζήσαινα τα είχεν εκλάβει ως άγια, διότι ήσαν με αρτυμήν παρεσκευασμένα, δηλαδή με μείγμα μέλιτος και σεμιγδάλεως. Διότι μόνον τα εορτάσιμα κόλλυβα παρασκευάζονται κατά τον τρόπον τούτον. Τα νεκρώσιμα είναι καθαρόν βρασμένον σιτάρι, στολισμένα μόνον με ολίγους σταυρούς από σταφίδας, με κοφέτα ή με λοβιά από ρόδι, εις την επιφάνειαν. Κάποια όμως ξένη, λιμενάρχαινα ίσως ή ειρηνοδίκαινα, μή γνωρίζουσα το γνήσιον έθιμον του τόπου, είχε κατασκευάσει με τοιούτον άρτυμα τα νεκρώσιμα κόλλυβα, τα οποία είχε στείλει εις την εκκλησίαν. Και εκ των κολλύβων εκείνων της έδωκεν της θεια-Ζήσαινας η πτωχή γυνή, ήτις είχεν επιφορτισθή από την αρχόντισσαν ξένην το κουβάλημα της προσφοράς και των κολλύβων και την επιστροφήν του πιάτου και του προσοψίου εις την οικίαν.


Λοιπόν η Ζήσαινα τα έδεσε χωριστά, τα κόλλυβα ταύτα, εις άλλην άκρην της μανδήλας της, λέγουσα ότι θα εφίλευε τα πτωχά εγγονάκια της, και αυτή εξήλθεν εις τον πρόναον διά να λάβη και ολίγα άλλα απλά νεκρώσιμα κόλλυβα, διά να φάγη και να είπη Θε-σχωρές και αυτή. Όταν όμως έφθασεν εις την οικίαν της, και ηθέλησε να δώση τα άγια κόλλυβα εις την ανύπανδρον κόρην της, διά να ιδή την μοίραν της αύτη, είχε συγχύσει τους δύο κόμβους και δεν εγνώριζε πλέον ποίον κομπόδεμα περιείχε τα άγια και χαρμόσυνα κόλλυβα και ποίον τα πένθιμα και πεθαμένα. Διότι και τα δύο ήσαν παρεσκευασμένα με αρτυμήν.
Και μισήν ώραν ύστερον, όταν ήλθε προς την Σειραϊνώ (ήτις ήτο όχι απλώς γειτονοπούλα αλλ’ αρχοντοπούλα και προστάτις δι’ αυτήν), φέρουσα και δι’ αυτήν ολίγους κόκκους, αυθορμήτως, χωρίς να παρακληθή προς τούτο, αλλ’ απλώς διά να φανή υποχρεωτική, δεν ήτο πλέον βεβαία αν τα κόλλυβα τα οποία έδιδεν ήσαν πράγματι άγια ή ήσαν πεθαμένα.
Το Σειραϊνώ δεν είχε φροντίσει διά κόλλυβα. Δεν είχε την τόλμην των πολλών κορασίδων, διά να περιεργάζεται και να πολυπραγμονή εις τα τοιαύτα, πλήν, αφού αυθορμήτως της έφεραν κόλλυβα, τα εδέχθη και αυτή.
Δέν ήτο ικανή να κάμη εκείνο το οποίον ήκουεν ότι έκαμναν άλλαι ομήλικές της, και το οποίον πολύ ωμοίαζε με μάγια, ας είχε και ευλαβείας επίχρισμα. Να εξέλθη διά νυκτός εις την αυλήν, κρατούσα μαυρομάνικον μαχαίριον, ν’ αυλακώση δι’ αυτού την γην, να σπείρη τα κόλλυβα, και να περιέλθη τρείς γύρες ψιθυρίζουσα:
Άι μ’ Θόδωρε καλέ,
κι καλέ κι ταπεινέ,
απ’ την έρημο περνάς,
κι τις μοίρες χαιρετάς.
Αν βρής κ’ εμέ τη μοίρα μου, να μου την χαιρετίσης.
Αλλά θα εφήρμοζε την απλουστέραν μέθοδον. Θα έβαλλε τα κόλλυβα υποκάτω από το προσκέφαλόν της και ίσως έβλεπε κανέν όνειρον.
Είδεν όνειρα.


Πρόσωπα, προσωπάκια πολλά, χλωμά, μικρούτσικα, με σφαλιστά μάτια. Είδε κοράσια μικρά, αδελφάς της, εξαδέλφας της, θυγάτρια γειτονισσών, όλας αποθαμένας. Είδε στεφάνους από νεκρολούλουδα, στεφάνους παρθενικούς, με θυμιάματα και με ακτίνας. Και ένα στεφάνι, το στεφάνι το ιδικόν της, της έφευγεν από την κόμην την καστανήν και ανέβαινε προς τον ουρανόν, εν μέσω αίγλης και μαρμαρυγής και δόξης αφάτου.
Τα κόλλυβα, τα οποία της είχε δώσει η Ζήσαινα, μή ήσαν πεθαμένα;
Τέλος, είδε και έν πρόσωπον ζωντανόν∙ ένα νέον, περί του οποίου είχεν εκφρασθή άλλοτε ότι θα τον επροτίμα ως γαμβρόν ο πατήρ της.
Είδε το πρόσωπον τούτο, αλλ’ ωσάν εις ταξίδι και ως να ήσαν έτοιμοι προς χωρισμόν. Αυτή τάχα ήτον έτοιμη να φύγη, κ’ εκείνος έμενεν∙ έλεγεν ότι ήθελε μείνει δι’ ολίγον καιρόν. Και της έδιδε μαζί της ως εφόδιον έν μαραμμένον και φυλλορροούν γαρόφαλον από την ιδίαν γάστραν της. Και αυτή έγινε περίεργη να μετρήση τα μαραμμένα φύλλα του και τα εύρε σαράντα.


Τον Ιούνιον του επιόντος έτους ετελείτο ο γάμος της Σειραϊνώς μετά του νέου τον οποίον είχεν ιδεί εις τον ύπνον της.
Τον επόμενον Ιούλιον, μετά σαράντα ακριβώς ημέρας, η Σειραϊνώ, η λευκή και άχολος περιστερά, έφευγεν από τον κόσμον τούτον φθισική και μαραμμένη.
Τα κόλλυβα του Αγίου Θεοδώρου της είχαν αποκαλύψει διπλήν την μοίραν της. Είθε ο νυμφικός στέφανος, τον οποίον δεν επρόφθασε να χαρή, είθε ο στέφανος ο παρθενικός, τον οποίον της ηρνήθησαν επί της νεκρικής κλίνης οι άνθρωποι, να την στέφη διπλούς και αμάραντος εις τον άλλον κόσμον».


(1896)





{Το κείμενο ακολουθεί την κριτική έκδοσι του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου (βλ. προηγούμενη ανάρτησι) με ελάχιστη επέμβασι στην ορθογραφία του μεγίστου Διηγηματογράφου μας (την –θεωρούμενη από μάς περιττή- υπογεγραμμένη, και το πολυτονικό –το οποίο, όπως έχουμε δηλώση ναί μέν εκτιμούμε, αλλά δέν το υιοθετούμε, κρατώντας ως ΠΡΟΤΑΣΙ για την ΚΟΙΝΗ νεοελληνική μας γλώσσα μόνο τον ΦΥΣΙΚΟ ΤΟΝΟ της ελληνικής και την αδικημένη ΔΑΣΕΙΑ. Ως προς το τελευταίο, πάντως, δέν έχουμε ΑΚΟΜΗ επιλύση το πρόβλημα με το πληκτρολόγιο)}.


*Nota per gli amici Italiani:
“Colivi” (in Greco Κόλλυβα), sono una specie di dolce fato di grano bollito –anche con l’ aggiunta di altri semi- che si offre in piccole quantita’ in chiesa ortodossa, durante le commemorazioni dei defunti.

Δεν υπάρχουν σχόλια: